![]() |
| David Manoguerra,Walk in The Park, 2024 | Artsy.net |
Ερωτευμένος μαζί σου
Ι
Ω, πώς έχει πάνω στο σώμα μου επιρροή
Να βουτάω ατέλειωτα σε θάλασσα μπλε ανοιχτή
Της γνωριμίας σου! Αχ, αλλά οι αγαπημένοι φίλοι,
Σαν μορφές, τελειώνουν, όπως λήγει η ζωή! Ακόμα κι έτσι,
Είναι όμορφο, όταν ο Οκτώβρης
Τελειώσει, και ο Φλεβάρης τελειώσει,
Να ντύνομαι το κολλαριστό πουκάμισο στους ώμους, και να ονειρεύομαι τους γλυκούς
Σου τρόπους! Σαν να ήταν ο κόσμος ένα ταξί, μπαίνεις μέσα, και μετά
Απαντάς (σε κανέναν ειδικά), "Πάμε λίγο πιο κάτω στο δρομάκι."
Δεν είναι το γαλάζιο ρυάκι που σε προσπερνάει μετάφραση από τα ρωσικά;
Δεν είναι τα μάτια μου μεγαλύτερα από την αγάπη;
Δεν είναι αυτό ιστορία, κι οι δυο μας δεν είμαστε ερείπια;
Είναι η Καρχηδόνα η Πομπηία; είναι το μαξιλάρι το κρεβάτι; είναι ο ήλιος
Αυτό που μαζί τα κεφάλια μας κολλάει; Ω, μεσάνυχτα! Ω, μεσάνυχτα!
Είναι η αγάπη αυτό που είμαστε εγώ κι εσύ,
Ή η ευτυχία μού ήρθε μ' ένα Ι.Χ.
Τόσο μικρό που να το βλέπω με ξαφνιάζει;
2
Περπατάμε στο πάρκο στον ήλιο, και λες, «Υπάρχει μια αράχνηΑπό σκιά που το παγκάκι αγγίζει, όταν το πρωί έχει αρχίσει». Σ' αγαπώ.
Σ' αγαπώ φήμη σ' αγαπώ βροχερέ ήλιε Σ' αγαπώ τσιγάρα Σ' αγαπώ αγάπη
Σ' αγαπώ στιλέτα Αγαπώ τα χαμόγελα, τα στιλέτα και τον συμβολισμό.
3
Μες στο συμπόσιο απ' τη δικιά σου πιο γλυκιά ματιά
Ηλιοτρόπιων τέντα πλάι στην παιδική ηλικία των χρυσανθέμων με το πρόσωπο
της νταντάς
Αναπαριστά ξανά ένα καλοκαίρι που πέρασε καρφώνοντας μαχαίρια σε πορσελάνινα βατόμουρα,
Αναπαριστά ξανά ένα καλοκαίρι που πέρασε καρφώνοντας μαχαίρια σε πορσελάνινα βατόμουρα,
όταν η Κίνα
Είναι ακόμα χώρα! Ω, ο βασιλιάς Εδουάρδος παραιτήθηκε χρόνια αργότερα, ήταν
Ακριβώς τότε. Αν ήσουν εβδομήντα χιλιάδες χρονών, και εγώ ήμουν χάπι,
Ξέρω πως θα μπορούσα να γιατρέψω τον πονοκέφαλό σου, σαν να παίζεις μπέιζμπολ
Ακριβώς τότε. Αν ήσουν εβδομήντα χιλιάδες χρονών, και εγώ ήμουν χάπι,
Ξέρω πως θα μπορούσα να γιατρέψω τον πονοκέφαλό σου, σαν να παίζεις μπέιζμπολ
μέσα σε πόσιμο νερό, καθώς καλάθια
Με πετσέτες αγγίζουνε γλυκά το πάτωμα του μπάνιου! Ω, παγκάκια του τίποτα
Εμφανίζονται και ξαναεμφανίζονται—ηλεκτρισμός! Θα ήθελα πολύ να είμαι όπως
Είσαι συ, σαν
Ο κόσμος ν' άρχιζε από την αρχή, και οι εαυτοί να ήταν μπλε ανοιχτοί
Που τους φοράμε
Μέχρι τη χαραυγή,
Μέχρι το βράδυ να ντυθεί
Τους εαυτούς με την γκρίζα κουκούλα και τους ανοιχτούς καφέ εαυτούς του. . .
Νερού! το βερνίκι των νυχιών σου χρώματος δακρύων
Με φιλάει! και η ξυλαποθήκη φαίνεται νέα και αυτή
Σα νηνεμία
Στη θάλασσα, όπου, σαν περιστέρι,
Νιώθω τόσο μεταλλαγμένος, λυπημένος, τόσο να με φυσάει το αεράκι, τόσο αναζωογονημένος, και ακόμα τόσο μη-παραιτημένος—
Είσαι συ, σαν
Ο κόσμος ν' άρχιζε από την αρχή, και οι εαυτοί να ήταν μπλε ανοιχτοί
Που τους φοράμε
Μέχρι τη χαραυγή,
Μέχρι το βράδυ να ντυθεί
Τους εαυτούς με την γκρίζα κουκούλα και τους ανοιχτούς καφέ εαυτούς του. . .
Νερού! το βερνίκι των νυχιών σου χρώματος δακρύων
Με φιλάει! και η ξυλαποθήκη φαίνεται νέα και αυτή
Σα νηνεμία
Στη θάλασσα, όπου, σαν περιστέρι,
Νιώθω τόσο μεταλλαγμένος, λυπημένος, τόσο να με φυσάει το αεράκι, τόσο αναζωογονημένος, και ακόμα τόσο μη-παραιτημένος—
Όχι σαν μια άκρη γης που έρχεται πάνω απ' τη θάλασσα!
μετάφραση στα ελληνικά: Μαρία Θεοφιλάκου
πηγή πρωτότυπου: Poetry Foundation
In Love with You
I
O what a physical effect it has on me
To dive forever into the light blue sea
Of your acquaintance! Ah, but dearest friends,
Like forms, are finished, as life has ends! Still,
It is beautiful, when October
Is over, and February is over,
To sit in the starch of my shirt, and to dream of your sweet
Ways! As if the world were a taxi, you enter it, then
Reply (to no one), “Let’s go five or six blocks.”
Isn’t the blue stream that runs past you a translation from the Russian?
Aren’t my eyes bigger than love?
Isn’t this history, and aren’t we a couple of ruins?
Is Carthage Pompeii? is the pillow the bed? is the sun
What glues our heads together? O midnight! O midnight!
Is love what we are,
Or has happiness come to me in a private car
That’s so very small I’m amazed to see it there?
2
We walk through the park in the sun, and you say, “There’s a spider
Of shadow touching the bench, when morning’s begun.” I love you.
I love you fame I love you raining sun I love you cigarettes I love you love
I love you daggers I love smiles daggers and symbolism.
3
Inside the symposium of your sweetest look’s
Sunflower awning by the nurse-faced chrysanthemums childhood
Again represents a summer spent sticking knives into porcelain raspberries, when China’s
Still a country! Oh, King Edward abdicated years later, that’s
Exactly when. If you were seventy thousand years old, and I were a pill,
I know I could cure your headache, like playing baseball in drinking-water, as baskets
Of towels sweetly touch the bathroom floor! O benches of nothing
Appear and reappear—electricity! I’d love to be how
You are, as if
The world were new, and the selves were blue
Which we don
Until it’s dawn,
Until evening puts on
The gray hooded selves and the light brown selves of . . .
Water! your tear-colored nail polish
Kisses me! and the lumberyard seems new
As a calm
On the sea, where, like pigeons,
I feel so mutated, sad, so breezed, so revivified, and still so unabdicated—
Not like an edge of land coming over the sea!

Kenneth Koch
1925—2002

Σχόλια