![]() |
Sevil Alkan, Stray dog, Turkey | Winner, Street Photography Awards 2025, LensCulture |
Ο ΠΕΡΙΠΛΑΝΩΜΕΝΟΣ
Διστακτικός,
αδύναμος,
δέρμα
μαλλιαρό γδαρμένο με τριβόλια κομπιασμένο,
στου
δρόμου την άκρη σταματά,
με
παρατηρεί, ανάμεσα δρόμος,
δειλιάζει
πίσω από τα διερχόμενα αμάξια.
Μια
ματιά ρίχνω προς αυτό: τα μάτια του
φωτίζουν
λίγο και κουνάει
τη
μαραμένη του ουρά, έπειτα προσπαθεί
να
περάσει προς εμένα και κάποιο αυτοκίνητο στρίβει απότομα,
μόλις
αποφεύγοντάς το, και αυτό στέκει,
αναποφάσιστο
και αφηρημένο.
Βουβός,
ρίχνω μια ματιά πίσω,
και
εκείνο πάλι κάνει
να
διασχίσει προς εμένα, μάτια που ικετεύουν να αναγνωριστούν.
Μα
δεν το αναγνωρίζω:
είναι
ένας αδέσποτος
χωρισμένος
από κάποιον άστεγο ίσως,
βγαίνει
από τη δική του έρημη κι άκαρπη ζωή από κόκκαλα και σκουπίδια,
μ’
ελπίδα ψάχνοντας την μοναδική αγάπη που είχε ποτέ,
την
έχει τώρα χάσει;
Μα
χώρο κανέναν δεν έχω γι’ αυτό,
εξακολουθώ
να βηματίζω,
ένα
τσουγκράνισμα ακούω,
έχει
διασχίσει τον δρόμο,
προσπαθεί
να σκαρφαλώσει πάνω μου,
αλλά
τα πόδια του είναι τόσο αδύναμα,
τα
πισινά το τραβούν προς τα κάτω.
Του
φωνάζω, αγαπητικό ζώο,
γνωρίζοντας
ότι άλλος τρόπος δεν υπάρχει,
προχώρα,
επιμένω, έπειτα, στην κορυφή
των
σκαλοπατιών, στρέφομαι
εγκαίρως
ώστε να δω
ένα
αμάξι το χτυπάει,
περνάει
από πάνω του:
αυτό
δεν βγάζει ήχο.
Πεθαίνει
την ώρα που φτάνω,
αίμα
αναβλύζει από το στόμα του,
αλλά
τα μάτια του ακόμη με κοιτούν καθώς το σηκώνω,
το
ακουμπώ στο γρασίδι,
κι
η ουρά του μονότονα χτυπάει,
μια
φορά, δυο,
ευχαριστώντας
με γι’ αυτό
το
τόσο ταπεινό, ένα της αγάπης μου μεράδι –
αυτό
το ξεχείλισμα της ανάγκης του για ένα “χέρι”.
ΣτΜ:
1) ο ποιητής χρησιμοποιεί το ουδέτερο It αναφερόμενος στον σκύλο. Η μετάφραση αποφάσισε να ακολουθήσει το αρχικό.
2) bergie στον 17ο στίχο ο ποιητής χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο ο οποίος στην αργκό των Αφρικάανς σημαίνει άστεγος. Στην κυριολεξία του προέρχεται από τη λέξη berg (:βουνό), είναι υποκοριστικό της και υπονοεί τους άστεγους που βρίσκουν καταφύγιο στα δάση στις πλαγιές του Table Mountain. Το Table Mountain είναι επιπεδόμορφο όρος στο Κέιπ Τάουν. Tefelberg στα Αφρικάανς. Αναφορές στο όρος αυτό συναντάμε και σε στίχους της Ingrid Jonker.
3) ίσως αξίζει, χάριν της τελικής σκηνής ενός έργου που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί τραγωδία_δράμα από το αρχαίο ελληνικό θέατρο, ό,τι ο ποιητής απεβίωσε το 2022 με θάνατο που προήλθε από τραυματισμούς όταν τον πάτησε ένας οδηγός δύο βδομάδες πριν τα 82α γενέθλιά του. Ένας stray ο ίδιος. (πηγή: Wikipedia)
Ασημίνα Λαμπράκου, 10.09.2025, Κοντόπευκο
TATAMKHULU AFRIKA, The Stray
Hesitant, thin,
shaggy pelt knotted with buns,
it stops at the side of the road,
watching me, road between,
flinching back from the passing car.
I glance at it: its eyes
light a little and it Stirs
its drooping tail, then tries
to cross to me and a car swerves,
barely missing it, and it stands.
irresolute and bemused.
I walk on, glance back,
and again it makes
to cross to me, eyes begging to be known.
But I do not know it:
it is a stray –
parted from some bergie perhaps,
come out of his wasteland of stone and trash,
looking for the only love it ever had,
has now lost?
But I have no place for it,
continue up the steps,
hear a scrabbling –
it has crossed the road,
is trying to climb up to me,
but its legs are too weak,
haunches dragging it down.
I shout at it, heart tom,
knowing there is no other way,
go on, then, to the top
of the steps, tum
in time to see
a car strike it,
bump on over it:
it making no sound.
It is dying when I reach it,
blood dribbling from its mouth,
but its eyes still see me as I lift it,
lay it on the grass,
and its tail thumps,
once, twice,
thanking me for this
so small a portion of my love
this sating of its hunger for a hand.
Eli Weinberg / UWC Robben Island Mayibuye Archives
ΥΠΟΤΑΓΜΕΝΟΣ
Βγαίνεις έξω επάνω στην εξέδρα,
σαν θεός απόμακρος, ένα τοτέμ,
σηκώνεις
τα μπράτσα σου κι εμείς ουρλιάζουμε
με μιαν λατρεία σαν λύσσα.
Μα άλαλα μένουν τα δέντρα, ο αέρας
σα νέο κρασί αναποφάσιστος.
Θα έπρεπε να υπάρχουν περιστέρια
να χτυπήσουν τα φτερά τους σε
χαιρετισμό,
μ’ ακόμη και τα περιστέρια,
ζάρωσαν πάνω στα πρεβάζια των
παραθύρων, αγκαλιάζοντάς μας
με τα άκαμπτα πληγωμένα φτερά τους.
Πασχίζω,
να σταθώ στις άκρες των ποδιών, να
σε βλέπω
καλύτερα, μα το αίμα μου,
σαν τον άνεμο, έχει σταματήσει
και στη σάρκα έχω βουλιάξει
των ποδιών μου λασπόχιονο
ανακατεμένο καθώς οι γροθιές μου
τον αέρα μαστιγώνουν και φωνάζω
ξεπερασμένα σλόγκαν αρχαίοι θεοί
ακούω τίποτε άλλο παρά τον ψυχρό
του πλήθους μηχανικό έπαινο.
Δίπλα μου, ένας μαύρος
άντρας με γυαλιά, το μουστάκι του
λευκό σαν γάλα
λαδωμένο περιμένοντας να το
γλείψουν,
πρόσωπο που καταρρέει,
την πλάτη του στρέφει προς εμένα
μέσα στο κουστούμι της από φίνο
ύφασμα,
δυσφορεί πίσω από τα γυαλιά του,
ένα μοναδικό
λαμπυρίζον δάκρυ, ελευθερώνει.
Με στριμώχνουν, δυο
χοντράνθρωποι με υγρά χείλη, καυτά,
σαν κάρβουνα φυσημένα από κάποιον
άνεμο, μάτια,
στην ίδια πλευρά,
ακόμη γαυριούν, στέκονται
συγκεντρωμένοι και αποφασιστικοί,
παρά την ηλικία τους, ακμαίοι.
Ένας κοιτά προς τα πάνω, γύρω του,
βλέπει μόνον εσένα,
και το πρόσωπό του φωτίζει
με κάτι από ανωτερότητα
που μάλλον πιστεύει ότι κουβαλάς,
και αγαθοεργώς θα προσφερθεί.
Το χέρι σου διακόπτει
και σιωπηλούς μας κρατά
σα να απόκοψε γλώσσες,
και κοιτώ πίσω στο χέρι
που άλλοτε κράτησε το δικό μου
και ήταν ακόμη του ανδρός
η ξινή γεύση των κυττάρων
γυαλισμένη με την ξινίλα ενός
θανάτου,
και τα μάτια σου ήταν ακόμη εκείνα
ενός που τρέχει από την μακρινή
κόλαση.
Και τώρα;
είσαι ακόμη εκείνος που,
γυμνός στην ψυχή του,
της αρνήθηκε τον θάνατο,
το όνειρο αναζήτησε, ακόμη κα σε
πέτρα και σίδερο;
Ένα ανθρώπινο ομοίωμα σού δίνει
της ομιλίας σου τα τυπωμένα χαρτιά.
Τα ανακατεύεις, χτυπάς
το μικρόφωνο, ευγενικά καθαρίζεις
ένα παλιό φλέμα από τον λαιμό σου-
και είσαι ιερέας, μάντης,
βροντή ρυθμική η φωνή σου
ημέρα της κρίσεως στην πλατεία.
Μα έπειτα έρχεται
της γλώσσας η μικρή αδεξιότητα,
το ελαστικό απογοητευτικά φτωχό
κατασκεύασμα του λόγου,
και οι λέξεις είναι λυπηρές
παλιά σλόγκαν που πέφτουν
σαν πέτρες σε πέτρα,
και βλέπω τώρα, άθυμος είναι
ο λευκός αυτοκρατορικός κουκουμάς,
παρότι τα μάτια
ναυαγούν ακόμη σε ένα παλιό κρανίο,
και το πρόπλασμα σε ταΐζει
με λέξεις πιο πολλές,
αναίσθητα σαν σε μηχανή,
και ένας αξιωματούχος σηκώνει
ένα μανικέτι να ελέγξει ένα ρολόι,
ώστε κρυφά να δώσει τώρα το σήμα
είναι η ώρα
να πέσει η αυλαία, να προχωρήσεις
σε νέα αυλή ενός αρχαίου
παιχνιδιού.
Προσέχεις.
Εκστασιασμένοι σηκωνόμαστε, τα
χέρια μας
τεντώνουμε προς το kitsch,
αποξενωτικό βάθρο που εμείς
στοιβάξαμε
για να σου καθηλώσει τα φτερά , και
εσύ απλώνεις το χέρι σου
να μας ευλογήσεις
και εγώ κατεβάζω το κεφάλι μου
ανάμεσα σε αυτά τα χιλιάδες άλλα,
σκύβω το κεφάλι μου από φόβο μήπως
με δείς να κλαίω,
γνωρίζοντας, ε π ε ι δ ή γ ν ω ρ ί ζ ω,
δεν υπάρχει κανένα κλάμα ίδιο
με των γερόντων τον θρήνο.
Tatamkxulu Afrika (1920 – 2002)
Νοτιοαφρικάνος ποιητής, συγγραφέας και πολιτικός
ακτιβιστής.
Η ένταση,
η σύγκρουση, η τραυματική εμπειρία και η πολιτική στάση είναι ο
πυρήνας της ύπαρξης του Tatamkxulu Afrika και κατόπιν του έργου σαν
συνέπεια αυτών.
Γεννημένος από Αιγύπτιο πατέρα και Τουρκάλα μητέρα
στην Αίγυπτο, ακούει στο όνομα: Mogamed Fu’ad Nasif. Μεταβαίνει με την οικογένειά του στη Νότιο Αφρική σε
μικρή ηλικία. Χάνοντας και τους δύο γονείς από γρίπη, σε ηλικία 3 ετών περίπου,
υιοθετείται από ζευγάρι Μεθοδιστών. Του δίνεται το όνομα John Carlton.
Εγκαταλείπει το σχολείο και το 1938 περίπου,
παρουσιάζει το πρώτο του μυθιστόρημα: Broken Earth
Παίρνει μέρος στον Β ΠΠ ως εθελοντής του στρατού της Ν
Αφρικής στην εκστρατεία της Βόρειας Αφρικής. Συλλαμβάνεται στο Τομπρούκ. Φυλακίζεται
ως αιχμάλωτος πολέμου για μεγάλο διάστημα. Οι συνθήκες αιχμαλωσίας τον
στιγματίζουν και γίνονται αργότερα στοιχείο του συγγραφικού του έργου.
Μετά τον πόλεμο μεταβαίνει στην σημερινή Ναμίμπια
(Μέση-Δυτική Αφρική, τότε) όπου φιλοξενείται από Αφρικάαν οικογένεια. Του
δίνεται το όνομα Joubert. Εργάζεται σε διάφορες
δουλειές.
Το 1964 ασπάζεται το Ισλάμ. Αλλάζει νομικά το όνομά
του σε Ismail Joubert. Κατοικεί στην Περιοχή 6 του Κέιπ Τάουν, μια μικτή
κοινότητα η οποία εξαναγκάζεται σε διάλυση/καταστροφή με εφαρμογή της πολιτικής
του απαρτχάιντ.
Ο Afrika, παρά το
γεγονός ότι λόγω καταγωγής θα μπορούσε να «εγγραφεί» λευκός, επιλέγει να ζήσει
ως «colored» υπερασπιζόμενος την διατήρηση της Περιφέρειας 6 ως
«μικτής», απορρίπτοντας έτσι τα προνόμια του φυλετικού καθεστώτος.
Αντιτασσόμενος, δε, σε αυτή την καταστροφή αλλά και
γενικότερα στο απαρτχάιντ, ιδρύει την Al Jihaad και συνδέεται με το ένοπλο
τμήμα του Αφρικανικού Εθνικού Κογκρέσου. Την περίοδο αυτή του δίνεται τιμητικά
το παρατσούκλι που διατηρεί μέχρι το τέλος της ζωής του και στο συγγραφικό του
έργο, Tatamkxulu Afrika. – Παππούς Αφρική στα Xsoa – .
Το 1987 συλλαμβάνεται σαν τρομοκράτης λόγω της
πολιτικής του δράσης.
Κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του υφίσταται κρατικά
επιβαλλόμενες πρακτικές ταπείνωσης και εκφοβισμού — γίνεται λόγος και για χρήση της σεξουαλικής βίας κατά πολιτικών
κρατουμένων δίχως, ωστόσο να επιβεβαιώνεται επισήμως από τον ίδιο — μια τραυματική εμπειρία που διαπέρασε αργότερα το
έργο του με ενσυναίσθηση και ωμή ειλικρίνεια
Μετά την αποφυλάκισή του, αναπτύσσει έντονη συγγραφική
δραστηριότητα κερδίζοντας μάλιστα και πολλά λογοτεχνικά βραβεία.
Πεθαίνει το 2002 από επιπλοκές στα τραύματα που του προξένησε αυτοκίνητο χτυπώντας τον 2 βδομάδες πριν και κοντά στα 82α γενέθλιά του.
Η φωνή του — βαθιά, πολιτική, πνευματική και υπαρξιακή — υπήρξε μοναδική· ένας ποιητής των πολλαπλών ταυτοτήτων, της αντίστασης, του τραύματος και της αλήθειας.
Πηγές: South African History Online, Encyclopedia, Wikipedia
Σχόλια