![]() |
Being, Arles, 2022. Clara Daisy | LensCultute |
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ “ΚΕΙΜΕΝΟΥΡΓΕΙΟ”
Γυρίσαμε γρήγορα πίσω.
Στο Κειμενουργείο υπήρχε μια παράξενη κατανομή θερμοκρασίας. Μια φλοίδα του
σοβά, μισό μέτρο παραπλεύρως του πίνακα, έμοιαζε με διαρρήκτη που είχε βγει
παγανιά, αλλά, για κάποιο λόγο,
στεκόταν εκεί ασάλευτος και κοιτούσε.
Χειρόγραφο
39
Όσο κι αν γκρεμίζουμε
το πεπρωμένο
δε φτάνουμε
στα κάτεργα της Ερώτησης
Αυτό είχαν άμεσο αντίκτυπο στον λοξό μου Νικόλα. Καθίσαμε στο
σαλόνι.
«Εσωπόλεμος. Εσωπόλεμος. Νιώθω μια γεύση μολυβιού στο στόμα»
ψιθύρισε.
«Τι μουρμουρίζεις;» τον ρώτησα.
«Δε μου λες, πότε η ζωή το έριξε στο λαθρεμπόριο τρυφερότητας;
Είναι ν' απορεί κάνεις με την μπέσα που 'χει, αλλά τί να περιμένεις από ένα
λούτρινο συνώνυμο του χάους»
«Τι εννοείς;»
«Δεν
ήρθαμε εδώ, σ’ αυτό το κατώι, για την στίλβουσα εκδρομή των λέξεων. Ήρθαμε για
να βρούμε το δικό μας τίποτα. Για να φτιάξουμε λαβύρινθο για το δικό μας μίτο.
Καπίτο;
«Δηλαδή,
το δικό μας τίποτα πάνω στο μέγα Τίποτα …Τί τζογάρισμα, Θεέ μου;»
«Τ’ άψογά μας τα ερείπια»
Χειρόγραφο 429
Μπελάς ο νυχτόβηχας.
Μια αφύλαχτη μέθη έχεις κρατήσει από το
γλωσσικό συσσίτιο. Θα τη χρειαστείς για να χαθείς καθώς οι άλλοι κοιμούνται
Τα οξέα των
ονείρων πυρακτώνονται
στην αρχάρια μέρα.
*
Ενίοτε το Κειμενουργείο σφαδάζει από τα χρόνια. Έτσι και σήμερα.
Άκουγες ροπές ανέμου ενώ έξω δεν κουνιόταν ούτε τ’ απλωμένα φανελάκια των
γειτόνων. Ένιωθες ένα κρύο αταίριαστο ολωσδιόλου με το μετεωρολογικό δελτίο.
Είχες την αίσθηση ότι συμμετέχεις σε έναν πόλεμο όντας το άρμα που έχει
κολλήσει στη λάσπη με τις ερπύστριές του να γυρνάνε άσκοπα ενώ όλοι οι άλλοι σε
περιμένουν στα χαρακώματα.
Μόνο μια γριούλα απέξω άκουγε τον Λοξονικόλα:
“Νιώθω το σώμα μου να με χορεύει
έχω δέσει το λυγμό πάνω στο πόμολο κάθε πόρτας σφιχτά με την
υπομονή των αγαλμάτων
με το σκεβρωμένο πείσμα του Λίθου πίνω τη βροχή γιατί όταν η
αγάπη βγαίνει παγανιά τρέχουν τα ζόρια και πονάω μ’ αφήνει αποτύπωμα τρεχούμενο
στο μέτωπο μόνο σε μικροσκόπιο μπορώ να αγαπάω ασφαλής άντε βία υποβρύχιος με
περισκόπιο
τα
βρεγμένα μου μαλλιά γραμμάζουν τον ορίζοντα
χαϊδεύω μ’ όνειρα την καμπούρικη
πλάτη της
αγάπης μπας και βρω σπίτι να μείνω κι εγώ
στάζοντας σαν τη βροχή σπίτι βρίσκω μόνο
μέσα μου οπουδήποτε αλλού είμαι ξένος
ειμ’ ο ξένος κι εδώ μέσα μου τρέχει πάντα κάτι ανοίκειο σε κάθε
δωμάτιό μου λες κι ήταν κάποτε σκοτεινό υπόγειο κι η υγρασία οι κρατούμενοι κι
αρουραίοι έχουν κάνει φωλιά στις κρυψώνες του”
Κι αν η γριούλα δε γελούσε ο Λοξονικόλας δε θα σταματούσε.
Ένιωσε ναυτία και γρήγορα έγινε νευρικός. Αυτός το γέλιο στάθηκε ικανό ν’
αλλάξει όλη την μέρα του. Λες και ξύπνησε άγαρμπα μέσα στη νύχτα τον
διαχειριστή της μνήμης του.
Αρχικά μέσα στο Κειμενουργείο ξεπηδούσαν μισάνοιχτες αναμνήσεις.
Οι κρουνοί της κορτιζόλης το ‘χουν συνήθειο να σε τσιγκλάνε μέχρι να σου
αποσπάσουν και την πιο ατσούμπαλη θῦμηση.
Ο Δημήτρης Μιχελουδάκης γεννήθηκε το 1983 στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια ζει με τον Λοξονικόλα στο Κειμενουργείο - το καινούργιο βιβλίο που ετοιμάζει – αποκρυπτογραφώντας τη στίξη χειρογράφων σε αφήγηση και διάλογο.
Έχει εκδώσει τρία ποιητικά βιβλία (τα δύο πρώτα με το λογοτεχνικό
ψευδώνυμο Ε. Μύρων): Γράμμα στη μητέρα
(Αρμίδα, 2019), Οριοβάτης (Αρμίδα, 2021) και Συντηρητής ουράνιων τόξων
(Στίξις, 2022).
Σχόλια