Mark Strand | Τέσσερα πεζά ποιήματα

                              photograph by Chris Felver | GETTY



Μυστήριο και Μοναξιά στην Τοπίκα

Το απόγευμα σκουραίνει όσο πάει προς το βράδυ. Ένας άντρας πέφτει όλο και πιο βαθιά μες στην αργή σπείρα του ύπνου, στο παραδάρσιμο του, το μάκρος του, μέσα από κάτι που έχει την αίσθηση ομίχλης, και φτάνει τέλος σε μια πόρτα ανοιχτή μέσα απ' όπου περνά χωρίς να ξέρει το γιατί, ύστερα πάλι χωρίς να ξέρει το γιατί πηγαίνει σ' ένα δωμάτιο όπου κάθεται και περιμένει ενώ το δωμάτιο μοιάζει να κλείνει γύρω του και το σκοτάδι είναι πιο σκοτεινό απ' ό,τι έχει γνωρίσει, και νιώθει κάτι να παίρνει μορφή μέσα του χωρίς να είναι σίγουρος τι, το γράπωμα του να μεγαλώνει, σαν να πρόκειται να εκτυλιχθεί μια ιστορία, στην οποία δυο χαρακτήρες, η Ευχαρίστηση και ο Πόνος, διαπράττουν το ίδιο έγκλημα, αυτό που είναι το δικό του, που θα ομολογεί ξανά και ξανά, μέχρι να μην σημαίνει τίποτα.




Τα λόγια δεν μπορούν να περιγράψουν

Πώς έκαιγαν εκείνες οι φωτιές που πια δεν είναι, πώς χειροτέρεψε ο καιρός, πώς η σκιά του γλάρου χάθηκε χωρίς ίχνος. Ήταν το τέλος μιας σεζόν, το τέλος μιας ζωής; Ήταν πριν τόσο καιρό πια που μοιάζει σαν ποτέ να μην υπήρξε; Τι ειν' εκείνο μέσα μας που ζει στο παρελθόν και λαχταρά το μέλλον ή ζει στο μέλλον και λαχταρά το παρελθόν; Και ποιος νοιάζεται όταν το φως μπαίνει στο δωμάτιο όπου ένα παιδί κοιμάται και η μητέρα ξυπνώντας, ανοίγοντας τα μάτια, εύχεται πιο πολύ απ' οτιδήποτε να 'ταν αξύπνητη από εκείνο που δεν μπορεί να ονομάσει;




Ο Υπουργός Πολιτισμού παίρνει ό,τι ευχήθηκε

Ο Υπουργός Πολιτισμού γυρνάει σπίτι του μετά από μια εξαντλητική μέρα στο γραφείο. Ξαπλώνει στο κρεβάτι του και προσπαθεί να μην σκέφτεται τίποτα, αλλά τίποτα δεν συμ-βαίνει ή, πιο συγκεκριμένα, το τίποτα δεν συμβαίνει. Το τίποτα είναι αλλού κάνοντας αυτό που κάνει πάντα, δηλαδή να επεκτείνει το σκοτάδι. Αλλά ο υπουργός είναι υπομονετικός και σιγά σιγά τα πράγματα γλιστρούν μακριά—οι τοίχοι του σπιτιού του, το πάρκο απέναντι, οι φίλοι του στη διπλανή πόλη. Πιστεύει ότι το τίποτα τού ήρθε επιτέλους και, με τον απουσιάζοντα τρόπο του, λέει: «Καλέ μου, ξέρεις πόσο πολύ ήθελα πάντα να σε ευχαριστήσω και τώρα έχω έρθει. Και επιπλέον, ήρθα για να μείνω».




Η μυστηριώδης άφιξη ενός ασυνήθιστου γράμματος

Ήτανε μια κουραστική μέρα στο γραφείο και μια μεγάλη διαδρομή πίσω στο μικρό διαμέρισμα όπου έμενα. Όταν έφτασα εκεί, άναψα το φως και είδα πάνω στο τραπέζι έναν φάκελο με το όνομά μου. Πού ήταν το ρολόι; Πού ήταν το ημερολόγιο; Τα γράμματα ήταν του πατέρα μου, αλλά εκείνος ήταν σαράντα χρόνια πεθαμένος. Όπως θα κάναν μερικοί, άρχισα να σκέφτομαι ότι ίσως, λέω ίσως, ήτανε ζωντανός, ζώντας μια μυστική ζωή κάπου κοντά. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τον φάκελο; Για να με σιγουρέψω, κάθισα, τον άνοιξα κι έβγαλα το γράμμα. «Αγαπητέ μου γιε», ήταν ο τρόπος με τον οποίο ξεκινούσε. «Αγαπητέ μου γιε» κι ύστερα τίποτα.


μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου




Mystery and Solitude in Topeka

Afternoon darkens into evening. A man falls deeper and deeper into the slow spiral of sleep, into the drift of it, the length of it, through what feels like mist, and comes at last to an open door through which he passes without knowing why, then again without knowing why goes to a room where he sits and waits while the room seems to close around him and the dark is darker than any he has known, and he feels something forming within him without being sure what it is, its hold on him growing, as if a story were about to unfold, in which two characters, Pleasure and Pain, commit the same crime, the one that is his, that he will confess to again and again, until it means nothing.




No Words Can Describe It

How those fires burned that are no longer, how the weather worsened, how the shadow of the seagull vanished without a trace. Was it the end of a season, the end of a life? Was it so long ago it seems it might never have been? What is it in us that lives in the past and longs for the future, or lives in the future and longs for the past? And what does it matter when light enters the room where a child sleeps and the waking mother, opening her eyes, wishes more than anything to be unwakened by what she cannot name?




The Minister of Culture Gets His Wish

The Minister of Culture goes home after a grueling day at the office. He lies on his bed and tries to think of nothing, but nothing hap-pens or, more precisely, does not happen. Nothing is elsewhere doing what nothing does, which is to expand the dark. But the minister is patient, and slowly things slip away—the walls of his house, the park across the street, his friends in the next town. He believes that nothing has finally come to him and, in its absent way, is saying, “Darling, you know how much I have always wanted to please you, and now I have come. And what is more, I have come to stay.”




The Mysterious Arrival of an Unusual Letter

It had been a long day at the office and a long ride back to the small apartment where I lived. When I got there I flicked on the light and saw on the table an envelope with my name on it. Where was the clock? Where was the calendar? The handwriting was my father’s, but he had been dead for forty years. As one might, I began to think that maybe, just maybe, he was alive, living a secret life somewhere nearby. How else to explain the envelope? To steady myself, I sat down, opened it, and pulled out the letter. “Dear Son,” was the way it began. “Dear Son” and then nothing.

Source: Poetry (January 2011)




Mark Strand

1934–2014

Σχόλια