Ρώμος Φιλύρας | 9 ποιήματα


 


Υπεράνω

Κι αν δοθήκαμε ολάκεροι στη Νιότη,
κι αν άφραστα αγαπήσαμε ό,τι ζει,
κι αν οι στερνοί δεν είμαστε, ούτ' οι πρώτοι,
ένθεη ορμή μάς ξεπετάει εκεί

Επάνω απ' της Αβύσσου τ'άγρια σκότη
και πέρα από του πλήθους τη βοή:
δρόμο να μη χαράξουμε προδότη,
στο χώμα αχνάρι μας να μη σταθεί...

Κι αν η πίστη στη χίμαιρα άλλης πλάσης,
δε γλυκάνει την πίκρα στην ψυχή,
Ανυπαρξία, κι αν δεν μας ξεγέλασες,

Οι κοσμικοί κι οι απόκοσμοι μαζί
να πούμε πως εζήσαμε σε αμάχη,
μέσα, μα και σαν έξω απ' τη Ζωή!..





Δέντρα

Ω δέντρα, που αργοσέρνετε την κορυφή στο χώμα,
που η μαύρη θλίψη σάς λυγάει ―αλλοίμονον― ακόμα,
σα νεκροθάφτες μοιάζετε που σκύβετε του κάκου
να θάψετε τη θλίψη σας στο βάθος ενός λάκκου.





Να μην έχουν ζάρες

Να μην έχουν ζάρες οι μορφές, αδρές,
ζάρες μίσους, πάθους, πόνου, μα χαρές,
στην ψυχή να πλένε και να μην ξεσπούν,
φυλαχτές για ωραίες, που θα τις χαρούν.
Είναι σαν εικόνες οι άνθρωποι βουβοί,
σαν ιππότες, άγιοι, όμορφοι, καλοί'
κατεβαίνουν όλοι δίχως πονηριά
μες στο μεσημέρι, μες στη δημοσιά.





Το Μέλλον

Στην έρμη κάμαρά μου που κάθομαι το βράδυ,
το Μέλλον συλλογιούμαι κι οι άγνωστές του ημέρες
θαρρώ πως σαν πουλάκια έτσι απαλά και κρύφια
σαν γουρμασμένο μήλο τσιμπάνε την καρδιά μου…





Τραγική νύχτα

Απόψε στις κιθάρες τους τα Πνεύματα
θα μέλπουνε κρυφούς ρυθμούς και τρόμους
και στο ρυθμό του χαλαζιού θα σέρνουνε
μαύρους χορούς οι καταχνιές στους δρόμους.

Οι Αγέρηδες μανιάζοντας θα στήνουνε
τις σκήτες τους στ' αφρόλουστα ακρογιάλια,
των λουλουδιών τα ταίρια θα χωρίζουνε,
μα και θα ορμούν, θα οργώνουν τα κανάλια.

Απόψε η Νύχτα σκιάχτρο στις ψυχούλες μας
και Χάροντας απάνου από την κλίνη...
-Οι καταχνιές, που υφαίνουν το τρισκόταδο,
θα' ρθούν να σαβανώσουν τη Σελήνη...





Μεσοβασιλεία

Πιάτο Ροδιακό, η φωτοσφαίρα,
ο δίσκος του ήλιου σ’ όραμα, η σελήνη,
σαν έκλειψις, σαν όνειρο, που σβύνει,
γυμνή, σε φλόγες, κατακρύα, η μέρα.

Μεσοανοιξιάτικο πεντόβολο του αιθέρα,
μεσοχείμωνο, στον Απρίλη, δίνει,
το χιόνι, τη βροχή, νέφη από πέρα,
και σε λυκόφως, ο καιρός βραδύνει.

Στ’ αμφίβολο νεφόσκεπο, στο κρύο,
σα να σταμάτησαν, επιχειρήσεις,
απόπειρες, προσπάθειες, τζίφος οι λύσεις.

Σαν μεσόκαιρο και βοριά και νότου,
σαν τύμβος του ήλιου, μέσ’ σε μαυσωλείο,
συγκομισμένος, σε στροφή, πιλότου.





Σάβανο γελοίου


Στη φιλντισένια των δοντιών φραγή,
να τρέμει ο λόγος λαξευτός με σμίλη
κι' όταν μαζί το γέλοιο σου σμιγεί,
κι' οι νότες τρίξουν σκαστές στα χείλη

Οργάνου πλήχτρα ηχούν στη σμαραγή,
που δάχτυλα κινούν λόγια και γέλοια
κι’ οι αρμονίες μηνούνε μια σφαγή,
παραφωνίες μάγες σ’άυλα τέλια.

Κι' η σιταρένια σου ώχρα κυλιστή
μονόχρωμα, σαν σκέπη, σαν αυλαία,
θαρρείς πως πέφτει στην καμπανιστή

Επάνω ανάκρουση την τελευταία,
-σάβανο τάχα μιας γλυκειάς οδύνης,
ενώ χαρά τρελλή μέσα σου κλείνεις.




Μοίρα άγει

Ά, στο λαό πώς μ' έριξεν η μοίρα,
πώς μ'έκρουσε στην θείαν ανατροφή
και μ'άφησεν ο δύσμοιρος και πήρα
τη χλεύη, τη βρισιά και τη ντροπή!

Όχλε λαέ, βαρβάρων σπέρμα νόθο,
πού τη βρίσκεις την κρίση και χτυπάς
στη ρίζα τον ακόρεστό μου πόθο.
Ά, μαστρωπέ, στην άβυσσο με πας!





Ντον Ζουάν

Ιππότης θρυλικός απ’ τη Σεβίλλια,
τάχα μονάχα ο Ντον-Ζουάν εστάθη,
τόσων θριάμβων τρόπαιο, τα μαντίλια
των «χαίρε» στους Μεγάλους, τόσα πάθη.

Δεν είχε μια η Ανδαλουσία μαντήλια
σκεπασμένη, πολλές –ποιός να τις μάθει!–
μαύρες, ξανθές και καστανές, τα δείλια
παντέχουν μες στων σαλονιών τα βάθη.

Κι άλλες σε πύργο ερημικό, στους δρόμους
οι καταφρονεμένες που προσμένουν
το Μοιραίο, ανυπόταχτες σε νόμους

ζωής κακής κι εκείνες που πεθαίνουν
κατάδικες μιάς κλίσης απ’ αγάπη
κι απόδιωχτες από το σκληρό Σατράπη.


πηγές δημοσίευσης: 
https://el.wikisource.org/wiki/Συγγραφέας:Ρώμος_Φιλύρας
https://sarantakos.wordpress.com/2012/08/05/filyras/






Ρώμος Φιλύρας
(ψευδώνυμο του Ιωάννη Οικονομόπουλου, 1889-1942)




Σχόλια