Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου | κάτοψη

Manigua, Centre de Recherche sur la Conservation des Collections-Muséum National d’Histoire Naturelle, 2022
© Luis Carlos Tovar


ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ

                   του Δημήτρη Ιορδ. Καρασάββα


Έι
σεις πουλιά.
Πώς είναι εκεί πάνω;
Τι νιώθετε;
Τι βλέπετε;
μικροί μου
φτερωτοί εγωιστές.

Σας ζηλεύω, να το ξέρετε.
Πώς θα ’θελα
να είμαι σαν και σας·
να με ρωτούν
και ν’ απαντάω με κραξίματα

για να μη λένε: μα
τι άνθρωπος μονόχνοτος.


Από την ενότητα
«Τυφλά πουλιά»







ΠΟΙΑ ΕΠΑΝΑΜΑΓΕΥΣΗ;


Είναι φορές
που οι αγγαρείες στη δουλειά
και κάτι τύραννοι έρωτες
μου φέρνουν στο μυαλό

τα έντομα
−κείνα τα αργοκίνητα σκαθάρια−
που βασανίζαμε
τότε, που ήμασταν ανέμελα παιδιά.

Jardín de mi Padre, 2020 © Luis Carlos Tovar, co-edited by Photo Elysée





Ο ΤΩΝ ΘΑΥΜΑΤΩΝ ΠΡΩΤΟΣ ΞΕΝΑΓΟΣ

                         … κι όταν, στ’ οστεοφυλάκιο,
                         ανέκραξες: «πατέρα…»,
                         πατέρα, έπρεπε, το χέρι να σου δώσω…



«Δώσ’ μου το χέρι να περάσουμε τον δρόμο…»
«Λίγη ησυχία κάνε, ο κόσμος βλέπει την ταινία…»
«Πρόσεχε! πάλι θα χτυπήσεις και θα κλαις…»

Χρόνια μετά, στη μνήμη μου, η έγνοια του ακόμα,
η αγάπη μου άσπρα να του βάφει τα μαλλιά,
κι ακόμα η τίμια μυρουδιά του στα ρουθούνια
μετά απ’ το μεροκάματο,
τη σπάνια εκδρομή·

που πάει να πει: χρόνια μετά,
τα ελάτια −ακόμα−, τα ψηλά,
ο ήλιος βασιλιάς λαμπρός να του χαμογελάει,

οι παρελάσεις,
οι εξοχές,
τα σινεμά,

θαύματα που με πήγε.


Από την ενότητα
«Δυο λεπτά απ’ την Πατρίδα»







«ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΑΜΕΣΩΣ»


Πλαγίως διαβάζω: «Είμαι δίπλα - Επιστρέφω αμέσως».
Μονίμως την επιγραφή ν’ αλλάξει λησμονούσε
(όχι μονάχα όταν «Κλειστόν» είχεν το μαγαζί
αλλά και όποτε «Ανοιχτόν» −
κι εντός τού καταστήματος αυτός, αφηρημένος).

Αλλά τι λέμε τώρα; απών, πλειστάκις ο άνθρωπός μας
ήταν, για την ακρίβεια, «Δίπλα»: Εις τον βαρβέρην,
ενός πλανόδιου συντροφιά υπό βροχήν, συχνά δε
εις την «Επιδιορθώσεις ενδυμάτων» ζωντοχήραν
κι άλλες εις τα «Λαχεία» φορές, πελάτες τον ευρίσκαν.

Όταν, αίφνης, εις Κύριον μετέβη ο βαρβέρης,
όλοι, πως ήταν άνθρωπος, είπανε, νοικοκύρης·
μα σαν τον ακολούθησεν ο μαγαζάτοράς μας
μειδιούσαν, ενθυμούμενοι το «Επιστρέφω αμέσως».

Διά το «αμετάκλητον», γοερά, θρηνούσεν μόνο η χήρα.



 






Η ΒΡΟΧΗ


Από τα μάτια μας πέφτει το βράδυ,
η βροχή με τους ουσάρους
και την κουστωδία της.

Πέφτει
πάνω σε μάρμαρα,
ανθρώπους,
ακριβά
αισθήματα· λεκιάζει τα
                         λουλούδια και τους δρόμους.

Χορδές του τρόμου οι κεραυνοί

κι είμαι το βράδυ,
το βράδυ το κουραστικό,
το λυπημένο βράδυ
τσαλαβουτώντας που έρχεται
στις πίκρες των ανθρώπων.


Το χάραμα, κρεμόμαστε λωτοί στη δημοσιά.


Από την ενότητα
«Αλγόριθμοι θανάτου»






*τα ποιήματα είναι επιλογή από τη συλλογή «Κάτοψη», εκδ. Ρώμη 2023.





Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου


Ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου γεννήθηκε το 1968 στη Βέροια. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του: «Η τράπουλα του καλοκαιριού» (εκδ. Ars Poetica, 2012), «Furor Scribendi» (εκδ. Ars Poetica, 2013), «Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων» (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2015), «Έλαβον» (εκδ. Σαιξπηρικόν, 2017), «Τα μεροκάματα ενός έρωτα» (Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2019), «Της μιας ανάσας ποιήματα» (εκδ. Κουκκίδα, 2021), «Όλα στο μαύρο» (εκδ. Ρώμη, 2022), «Οκτώηχος Της Αχανούς» (Επιλογές και θραύσματα) (εκδ. Ρώμη 2023). Ποιήματα του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες. Η τελευταία ποιητική του συλλογή, «Κάτοψη» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη τον Απρίλιο του 2023.

Για προηγούμενες επιβιβάσεις του ποιητή στο «Τρένο»:
https://trenopoiisis.blogspot.com/search?q=Δημήτρης+Παπαστεργίου



Σχόλια