Μάργκαρετ Άτγουντ | Πρωί στο καμένο σπίτι

photo by Louise Coghill, Lens Culture


Πρωί στο καμένο σπίτι

Στο καμένο σπίτι τρώω πρωινό.
Καταλαβαίνετε: δεν υπάρχει σπίτι, δεν υπάρχει πρωινό,
όμως να που είμαι εδώ.

Το κουτάλι που έχει λιώσει ξύνεται
στο μπολ που έλιωσε επίσης.
Δεν υπάρχει κανείς άλλος γύρω.

Πού πήγαν, αδερφός και αδερφή,
μητέρα και πατέρας; Πέρα στο μήκος της ακτής,
μπορεί. Τα ρούχα τους είναι ακόμα στις κρεμάστρες,

τα πιάτα τους στοιβαγμένα δίπλα στο νεροχύτη,
που είναι δίπλα στην ξυλόσομπα
με τη σχάρα και το τσουκάλι όλο καπνιά,

κάθε λεπτομέρεια ξεκάθαρη,
τσίγκινο κύπελλο και κυματοειδής καθρέφτης.
Η μέρα είναι φωτεινή και ατραγούδιστη,

η λίμνη είναι γαλάζια, το δάσος σε επαγρύπνηση.
Στα ανατολικά μια συστοιχία σύννεφου
υψώνεται άηχα σαν μαύρο ψωμί.

Μπορώ να δω τους στροβιλισμούς στον μουσαμά,
Μπορώ να δω τα ραγίσματα στο τζάμι,
εκείνες τις εκλάμψεις όπου τα χτυπάει ο ήλιος.

Δεν μπορώ να δω τα χέρια και τα πόδια μου
ή να ξέρω αν αυτό είναι παγίδα ή ευλογία,
να βρίσκω τον εαυτό μου πίσω εδώ, όπου όλα

σε αυτό το σπίτι έχουν από καιρό τελειώσει,
τσουκάλι και καθρέφτης, κουτάλι και μπολ,
συμπεριλαμβανομένου του ίδιου μου του σώματος,

συμπεριλαμβανομένου του σώματος που είχα τότε,
συμπεριλαμβανομένου του σώματος που έχω τώρα
καθώς κάθομαι σε αυτό το πρωινό τραπέζι, μόνη κι ευτυχής,

πόδια γυμνού παιδιού στα καμένα σανίδια 
(σχεδόν μπορώ να δω)
στα φλεγόμενα ρούχα μου, το λεπτό πράσινο σορτσάκι

και βρώμικο κίτρινο μπλουζάκι
που κρατούν τη σταχτένια, ανύπαρκτη,
εκθαμβωτική μου σάρκα. Διάπυρη.


μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου




Morning in the Burned House

In the burned house I am eating breakfast.
You understand: there is no house, there is no breakfast,
yet here I am.

The spoon which was melted scrapes against
the bowl which was melted also.
No one else is around.

Where have they gone to, brother and sister,
mother and father? Off along the shore,
perhaps. Their clothes are still on the hangers,

their dishes piled beside the sink,
which is beside the woodstove
with its grate and sooty kettle,

every detail clear,
tin cup and rippled mirror.
The day is bright and songless,

the lake is blue, the forest watchful.
In the east a bank of cloud
rises up silently like dark bread.

I can see the swirls in the oilcloth,
I can see the flaws in the glass,
those flares where the sun hits them.

I can't see my own arms and legs
or know if this is a trap or blessing,
finding myself back here, where everything

in this house has long been over,
kettle and mirror, spoon and bowl,
including my own body,

including the body I had then,
including the body I have now
as I sit at this morning table, alone and happy,

bare child's feet on the scorched floorboards
(I can almost see)
in my burning clothes, the thin green shorts

and grubby yellow T-shirt
holding my cindery, non-existent,
radiant flesh. Incandescent.






Margaret Atwood
γεν. 1939



Σχόλια