Θωμάς Γκόρπας | Τρία ποιήματα

Edvard Munch, "Starry Night", 1922-1924


ΕΦΕΥΡΕΣΕΙΣ


Συνεχώς βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή
ενώ εν τω μεταξύ πήζουμε μέσα μας πεθαμένους 
και σαν πεθαμένους που είναι χειρότεροι κι από τους πεθαμένους.
Μεταξύ δυνατοτήτων και ονείρων τρέμει ένα φύλλο
μεταξύ δυνατοτήτων και πραγματοποιήσεως άλλο ένα
μεταξύ δυο καλοκαιριών υπάρχει ένα βαθύ κόκινο χυμένο κι αζήτητο
μεταξύ δυο γυναικών υπάρχει μια τρίτη που δεν ξέρει πού να κρυφτεί
μεταξύ δυο ιδεολογιών υπάρχει ένας διάδρομος έρημος και φωτεινός
αλλά και πάμπολλες είσοδοι υπηρεσίας που τις μπαινοβγαίνουν αγεληδόν
οι διάφοροι πρώην λεβέντες μεταξύ των οποίων κι ορισμένοι αγαπημένοι
μεταξύ δυο πουλιών υπάρχει νερό
μεταξύ δυο χωριών δυο μάτια κλειστά που θυμούνται
μεταξύ δυο ληστών υπάρχει πάντα ένας Χριστός 
αλλά ποτέ ένας ληστής μεταξύ δυο Χριστών.
Κάθε τόσο εφευρίσκονται διάφορες λησμονιές
η πλέον πρόσφατος είναι η τηλεόρασις
η πλέον παλαιά ο έρως!

(Πανόραμα, εκδ. Panderma Αθήνα 1975)




ΠΟΙΗΣΗ


Ποίηση
ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ' τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει
δασκάλα μόνη μελαγχολική στο διάλειμμα
ένα βιολί που παίζει μοναχό του
αριθμός 7
της καρδιάς τα μέσα φυλλώματα
χαλκός χαλκωματένια χαλκωματάς - όλα τα παλιά γυαλίζω
χρυσάφι για όλους ή για κανένα
πόλη που κυριεύτηκε άδεια μετά μακρά πολιορκία
παλιές φωτογραφίες και μακρυμπάνι της μνήμης
πεταλούδα που γλιτώνει απ' τη φωτιά
φωτιά που γλιτώνει απ' τα νερά 
χαρά που γλιτώνει απ' τα γεράματα 
βιολέτες σ' άσπρο λαιμό
άσπρο άλογο που τρέχει σε μαύρο ουρανό
μαύρος ήλιος καλοκαιρινός
άσπρος ήλιος χειμωνιάτικος
λεμόνι κάρβουνο γλυκό του κουταλιού
νύχτα στρωμένη τσιγάρα
λέξεις...

(ΓΙΟΥΣΟΥΡΟΥΜ, α΄δημοσίευση 1976)





ΤΡΑΓΩΔΙΑ


Κανείς δε σκέφτηκε να κλείσει φεύγοντας την πόρτα
κανείς δε σκέφτηκε τον άνεμο που θα 'ρχονταν σε λίγο
κανείς δε σκέφτηκε τι άφηνε και τι έπαιρνε κοντά του
φύλλα μαχαίρια βλέμματα ή τα τελευταία λόγια
που θα 'διναν στην παρεξήγηση ένα τέλος.
Θέλω να σ' αγαπήσω μα δε γίνεται έχω αργήσει
θέλω να σ' αγαπήσω όσο δε μ' αγάπησε κανένας
να σκιστώ για σένα ν' αλλάξω γειτονιά ν' αλλάξω στέκια.
Τώρα πελώρια άγνωστα χέρια ασυνείδητα με δέρνουν
τώρα ξαφνικά νερά μου έκλεισαν όλους τους δρόμους
τώρα παλιά τραγούδια λαϊκά βαραίνουν τον αέρα...
Αν θα σε ξαναβρώ δεν ξέρω πού θα σε τρακάρω πάλι
σε πόλη ολοκαίνουργια με εναέριους δρόμους
ή σε μοντέρνα ερημιά ή μες στο τελευταίο σκοτάδι...
Και θα 'χω άραγε ακόμα την παλιά καρδιά;

(Πανόραμα, εκδ. Panderma Αθήνα 1975)

πηγή δημοσίευσης: 
«Θωμάς Γκόρπας - Τα ποιήματα 1957-1983», 
εκδ. Ποταμός 2015






Θωμάς Γκόρπας 
1935-2003





Σχόλια