Πιερ Ρεβερντύ | Το κεφάλι γεμάτο ομορφιά

Το Kεφάλι γεμάτο ομορφιά

Στην χρυσή άβυσσο, κόκκινη, παγωμένη, χρυσή, άβυσσο, στην άβυσσο όπου βρίσκει κατάλυμα ο πόνος, οι στρόβιλοι κυλώντας παρασύρουν τους ζωμούς του αίματός μου στις λάσπες, στις φιδωτές φλόγες του κορμού μου. Η γυαλιστερή λύπη καταποντίζεται στις τρυφερές χαραμάδες της καρδιάς. Υπάρχουν ατυχήματα σκοτεινά και περίπλοκα, αδύνατο να ειπωθούν. Κι όμως υπάρχει το πνεύμα της τάξης, το κανονικό πνεύμα, το πνεύμα κοινό σε όλες τις απελπισίες, που κάνει ερωτήσεις. Ω εσύ που σέρνεσαι στη ζωή, ανάμεσα στους ανθισμένους και αγκαθωτούς θάμνους της ζωής, ανάμεσα στα νεκρά φύλλα, τα ανάγλυφα εδάφη των θριάμβων, τις κραυγές χωρίς βοήθεια, τα χρυσοκίτρινα σκουπίσματα, την ξερή σκόνη των ελπίδων, τη μαυρισμένη θράκα δόξας, και τα χτυπήματα των εξεγέρσεων, εσύ, που δεν θα ήθελες πια στο εξής να καταλήξεις πουθενά. Εσύ, αστείρευτη πηγή αίματος. Σφοδρή συμφορά από σπίθες που κανένας πίδακας πηγής, κανένας δροσιστικός παγετώνας δεν θα αποπειραθεί ποτέ να σβήσει με τον χυμό του. Εσύ, φως. Εσύ, κύρτωση της θαμμένης αγάπης που καταπνίγεται. Εσύ, στολίδι των ουρανών καρφωμένων στα δοκάρια του άπειρου. Ταβάνι αντιφατικών ιδεών. Ιλιγγιώδες βάρος εχθρικών δυνάμεων. Δρόμοι μπλεγμένοι στην κλαγγή των μαλλιών. Εσύ, χάιδεμα και μίσος - πελεκημένε ορίζοντα, καθαρή γραμμή αδιαφορίας και λήθης. Εσύ, σήμερα το πρωί, ολότελα μονάχο μέσα στην ευταξία, την ηρεμία και την επανάσταση του σύμπαντος. Εσύ, διαμαντένιο καρφί. Εσύ, καθαρότητα, εκθαμβωτική στροφή της πλημμυρίδας και της άμπωτης της σκέψης μου στις γραμμές του κόσμου.








Το υφάδι

Ένα χέρι, με κινήσεις ρυθμικές
και χωρίς σκέψη, κούναγε τα πέντε δάχτυλα του μέχρι
το ταβάνι όπου χόρευαν φανταστικές σκιές.
Ένα χέρι αποσπασμένο από το μπράτσο, ένα χέρι
ελεύθερο, φωτισμένο απ' τη λάμψη της φωτιάς
που ερχόταν από πιο χαμηλά— και το αθώο αυτό κεφάλι
κι άδειο που χαμογελούσε στην αράχνη έδινε δουλειά
μέσα στη νύχτα στο άχρηστο της μεγαλούργημα.




Αναπνοή

Χιονίζει στη σκεπή μου και στα δέντρα. Ο τοίχος και ο κήπος είναι άσπροι, το μονοπάτι μαύρο και το σπίτι έχει καταρρεύσει αθόρυβα. Χιονίζει.




*μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου




La Tête pleine de beauté

Dans l’abîme doré, rouge, glacé, doré, l’abîme où gîte la douleur, les tourbillons roulants entraînent les bouillons de mon sang dans les vases, dans les retours de flammes de mon tronc. La tristesse moirée s’engloutit dans les crevasses tendres du coeur. Il y a des accidents obscurs et compliqués, impossibles à dire. Et il y a pourtant l’esprit de l’ordre, l’esprit régulier, l’esprit commun à tous les désespoirs qui interroge. Ô toi qui traînes sur la vie, entre les buissons fleuris et pleins d’épines de la vie, parmi les feuilles mortes, les reliefs de triomphes, les appels sans secours, les balayures mordorées, la poudre sèche des espoirs, les braises noircies de la gloire, et les coups de révolte, toi, qui ne voudrais plus désormais aboutir nulle part. Toi, source intarissable de sang. Toi, désastre intense de lueurs qu’aucun jet de source, qu’aucun glacier rafraîchissant ne tentera jamais d’éteindre de sa sève. Toi, lumière. Toi, sinuosité de l’amour enseveli qui se dérobe. Toi, parure des ciels cloués sur les poutres de l’infini. Plafond des idées contradictoires. Vertigineuse pesée des forces ennemies. Chemins mêlés dans le fracas des chevelures. Toi, douceur et haine—horizon ébréché, ligne pure de l’indifférence et de l’oubli. Toi, ce matin, tout seul dans l’ordre, le calme et la révolution universelle. Toi, clou de diamant. Toi, pureté, pivot éblouissant du flux et du reflux de ma pensée dans les lignes du monde.







La Trame

Une main, d’un mouvement rythmique
et sans pensée, jetait ses cinq doigts vers
le plafond où dansaient des ombres fantastiques.
Une main détachée du bras, une main
libre, éclairée par la lueur du foyer qui
venait de plus bas—et cette tête innocente
et vide qui souriait à l’araignée activant
dans la nuit son chef-d’oeuvre inutile.




Souffle

Il neige sur mon toit et sur les arbres. Le mur et le jardin sont blancs, le sentier noir et la maison s’est écroulée sans bruit. Il neige.





Pierre Reverdy
1889–1960




Σχόλια