Βαλερύ Λαρμπώ | Το δώρο του εαυτού



ΤΟ ΔΩΡΟ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ

Προσφέρομαι στον καθένα σα να' μαι ανταμοιβή του·
Σας τη μοιράζω και πριν ακόμα την κερδίσετε.

Υπάρχει κάτι μέσα μου,
Βαθιά μέσα μου, στο κέντρο μου,
Κάτι απείρως άγονο
Σαν την κορφή των πιο ψηλών βουνών ·
Κάτι ανάλογο με το νεκρό σημείο του αμφιβληστροειδούς,
Και χωρίς ηχώ,
Και που όμως βλέπει και ακούει ·
Ένα ον που έχει ζωή δική του και το οποίο, ωστόσο,
Ζει τη ζωή μου όλη και ακούει, απαθές,
Όλη τη φλυαρία της συνείδησής μου.

Ένα ον φτιαγμένο από το τίποτα, αν τούτο είναι δυνατό,
Αναίσθητο για τα σωματικά μου βάσανα,
Που δεν κλαίει όταν κλαίω,
Που δεν γελάει όταν γελώ,
Που δεν κοκκινίζει όταν διαπράττω μία πράξη ειδεχθή,
Και δεν στενάζει όταν πληγώνεται η καρδιά μου ·
Που στέκεται ακίνητο και που δεν δίνει συμβουλές,
Αλλά φαίνεται αιώνια να λέει :
«Είμαι εδώ, αδιάφορο για όλα.»

Μπορεί να είναι άδειο όπως είναι το κενό,
Μα τόσο μεγάλο που το Καλό και το Κακό μαζί
Δεν το γεμίζουν.
Το μίσος πεθαίνει εκεί από ασφυξία,
Και η πιο μεγάλη αγάπη ποτέ δεν εισχωρεί.

Λοιπόν, πάρτε με με τα όλα μου: το νόημα αυτών των ποιημάτων,
Όχι αυτό που κάποιος θα διαβάσει, αλλά αυτό που φαίνεται δια μέσου άθελά μου:
Πάρτε, πάρτε, δεν έχετε τίποτα.
Και όπου κι αν πάω, σε ολόκληρο το σύμπαν,
Πάντοτε συναντώ
Έξω από εμένα όπως μέσα σε μένα,
Το αγέμιστο Κενό,
Το άπαρτο Τίποτα.


*μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
πηγή πρωτότυπου: The Yale Anthology of Twentieth-Century French Poetry, 2004




Le Don de soi-même


Je m’offre à chacun comme sa récompense ;
Je vous la donne même avant que vous l’ayez méritée.

Il y a quelque chose en moi,
Au fond de moi, au centre de moi,
Quelque chose d’infiniment aride
Comme le sommet des plus hautes montagnes ;
Quelque chose de comparable au point mort de la rétine,
Et sans écho,
Et qui pourtant voit et entend ;
Un être ayant une vie propre, et qui, cependant,
Vit toute ma vie, et écoute, impassible,
Tous les bavardages de ma conscience.

Un être fait de néant, si c’est possible,
Insensible à mes souffrances physiques,
Qui ne pleure pas quand je pleure,
Qui ne rit pas quand je ris,
Qui ne rougit pas quand je commets une action honteuse,
Et qui ne gémit pas quand mon coeur est blessé ;
Qui se tient immobile et ne donne pas de conseils,
Mais semble dire éternellement :
« Je suis là, indifférent à tout. »

C’est peut-être du vide comme est le vide,
Mais si grand que le Bien et le Mal ensemble
Ne le remplissent pas.
La haine y meurt d’asphyxie,
Et le plus grand amour n’y pénètre jamais.

Prenez donc tout de moi : le sens de ces poèmes,
Non ce qu’on lit, mais ce qui paraît au travers malgré moi :
Prenez, prenez, vous n’avez rien.
Et où que j’aille, dans l’univers entier,
Je rencontre toujours,
Hors de moi comme en moi,
L’irremplissable Vide,
L’inconquérable Rien.





Valery Larbaud
1881–1957



Σχόλια