Στην ίδια αβέβαιη διαδρομή της πόλης, όπου τα ψελλίσματα της λάμπας του δρόμου γέννησαν κάποτε τη Ραψωδία σε μια νύχτα του αέρα (Τ. Σ. Έλιοτ, Rhapsody on a Windy Night), ποιός άλλος από τον Τζέι Άλφρεντ Προύφροκ (The Love Song of J. Alfred Prufrock” 1915) θα ήξερε να βρει το δρόμο του με μάτια κλειστά, θρέφοντας το ήσυχο βάρος στους ώμους του, νανουρίζοντας το κίτρινο της νύχτας, καθησυχάζοντας έναν κομπάρσο που δεν έμαθε ποτέ να αυτοσχεδιάζει;
Το ποίημα Το ερωτικό τραγούδι του Τζέι Άλφρεντ Προύφροκ, που δημοσιεύτηκε με την παρότρυνση του Έζρα Πάουντ στο περιοδικό Poetry τον Ιούνιο του 1915, έδωσε τον τίτλο στην πρώτη ποιητική συλλογή του Έλιοτ (Προύφροκ και άλλες παρατηρήσεις, 1917) και αποτέλεσε τo πρώτο ποιητικό ορόσημο προς τον μοντερνισμό. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν φτιάχτηκε για να τραγουδηθεί σε ψυχή ζώσα. Ο Έλιοτ προετοιμάζει τον αναγνώστη γι' αυτό με το εδάφιο της Θείας Κωμωδίας στην αρχή του ποιήματος, όπου ένας άνδρας στην κόλαση, λίγο πριν εκμυστηρευτεί την ιστορία του στον επισκέπτη, τού λέει “Αν όμως πίστευα ότι η απάντησή μου θα δινόταν/ σε κάποιον που ίσως να επέστρεφε στον κόσμο,/ αυτή η γλώσσα της φωτιάς θα έπαυε να τρέμει•/ αλλά αφού από αυτά τα βάθη κανείς ακόμα/ δεν γύρισε ζωντανός, απ' όσο ξέρω,/ σου απαντώ χωρίς φόβο ότι θα ντροπιαστώ.”
Ο ίδιος ο Έλιοτ θα μπορούσε να έχει δήθεν τον ρόλο του επισκέπτη που, επιστρέφοντας από την κόλαση στον κόσμο, φέρνει στ' αυτιά μας το τραγούδι του Προύφροκ• κάποιου που πνίγεται κάτω από το συντριπτικά απλωμένο χέρι της ζωής, και που κλεισμένος στο υποβολείο του δικαιολογείται για την απεγνωσμένη ολιγωρία του, ακόμη προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως θα υπάρξει χρόνος για όσα θα έχουν μέχρι τότε αναβληθεί. Ή, όπως μονολογούσε ο Προύφροκ στο τριανταοκτάστιχο της εισαγωγής που αργότερα αφαιρέθηκε από το ποίημα:
Διπλώθηκα στο παράθυρο για να βιώσω τον κόσμο
και για ν' ακούσω την Τρελότητά μου να τραγουδά, καθισμένη σε ένα κράσπεδο του δρόμου
[ένας τυφλός γέρος μεθυσμένος που τραγουδάει και μουρμουρίζει
με τα τακούνια απ' τις μπότες του λερωμένα σε πολλές υδρορροές]
Και όπως αυτός τραγούδησε ο κόσμος άρχισε να καταρρέει...
Κι όπως πολλές από τις γλώσσες της φωτιάς θα καίνε στην κόλαση ακόμα, ο Προύφροκ ίσως τρέχει ακόμα την κούρσα του στον υποθετικό κόσμο μίας αιώνιας πρόβας: κρατώντας στα αναποφάσιστα χέρια του τον τρόπο που ισορροπεί ο κόσμος, προφυλάσσοντας τον από το πάθος που κρύβει ο ίδιος για ζωή. Στην ίδια αβέβαιη διαδρομή της πόλης, ο Προύφροκ προφυλάσσει την ισορροπία του κόσμου, βέβαιος μόνο για την δική του κόλαση, απ' την οποία δεν θα υπάρξει -απ' όσο ξέρουμε- επιστροφή.
Μ.Θ.
Το ερωτικό τραγούδι του Τζέι Άλφρεντ Προύφροκ
Άσε να πάμε τότε, εσύ κι εγώ,
Όταν το απόγευμα έχει απλωθεί ενάντια στον ουρανό
Σαν ασθενής που απ' τον αιθέρα λιποθύμησε απάνω στο τραπέζι•
Άσε να πάμε, μέσω ορισμένων μισοέρημων στενών,
Των τραυλών συμβιβασμών
ταραγμένων βραδιών σε φτηνά ξενοδοχεία της μιας νύχτας
Και στρωμένων πριονίδια ρεστοράν με όστρακα στρειδιών:
Δρόμοι που εξακολουθούν σαν κάποιο επιχείρημα κουραστικό
Μιας δόλιας πρόθεσης
Για να σε οδηγήσουν σε ένα ερώτημα συντριπτικό...
Ω, μη ρωτάς, “Ποιό είναι αυτό;”
Άσε να πάμε κι ως επισκέπτες να δηλώσουμε παρόν.
Στο δωμάτιο οι γυναίκες έρχονται και πάνε
Καθώς για Μικελάντζελο μιλάνε.
H κίτρινη ομίχλη που τρίβει την πλάτη της πάνω στων παραθύρων το γυαλί,
Ο κίτρινος καπνός που τρίβει το ρύγχος του πάνω στων παραθύρων το γυαλί,
Έγλειψε τη γλώσσα του στις γωνιές του απόβραδου,
Χασομέρησε πάνω από τις λιμνούλες που στέκουν στην υδρορροή,
Άφησε να πέσει με την πλάτη η καπνιά που πέφτει από τις καμινάδες,
Γλίστρησε από την ταράτσα, έδωσε ένα σάλτο ξαφνικά,
Και βλέποντας ότι ήταν ένα τρυφερό Οκτωβρίου βράδυ,
Έστριψε γύρω από το σπίτι μια φορά, κι αποκοιμήθηκε.
Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Για τον κίτρινο καπνό που γλιστράει σ' όλο το δρόμο ως μακριά,
τρίβοντας την πλάτη του πάνω στων παραθύρων το γυαλί•
Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο για να συνέρθεις τα πρόσωπα που συναντάς•
Θα υπάρξει χρόνος για να φονεύσεις και να δημιουργείς,
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών
Που ορθώνουν κι αποθέτουν ένα ερώτημα στο πιάτο σου•
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
Και χρόνος όμως για δισταγμούς μια εκατοστή,
Και μια εκατοστή οράματα και αναθεωρήσεις,
Πριν τσάι και μια φρυγανιά να έχουνε παρθεί.
Στο δωμάτιο οι γυναίκες έρχονται και πάνε
Καθώς για Μικελάντζελο μιλάνε.
Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να αναρωτηθώ, “τολμάω άραγε;' και, “άραγε τολμώ;”
Καιρός για να γυρίσω πίσω και τα σκαλιά να κατεβώ,
Με ένα καραφλό σημείο στη μέση των μαλλιών—
(Θα πούνε: “Πώς τα μαλλιά του ισχναίνουν έτσι”)
Το πρωινό μου το παλτό, το κολάρο μου ως το πιγούνι σφιχτά να ανεβαίνει,
Τη γραβάτα μου πλούσια και σεμνή, αλλά από μια απλή καρφίτσα αγκιστρωμένη—
(Θα πουν: “Μα πόσο τα χέρια και τα πόδια του έχουν ρέψει”)
Τολμάω άραγε
Να διαταράξω του σύμπαντος την στρέψη;
Σε ένα λεπτό υπάρχει χρόνος
Για αποφάσεις κι επανεξετάσεις που ένα λεπτό πρόκειται ν' αντιστρέψει.
Γιατί τα έχω γνωρίσει ήδη όλα, γνωρίσει όλα:
Γνωρίσει τα απογεύματα, τα πρωινά, τα βράδια,
Έχω μετρήσει τη ζωή μου στου καφέ τα κουτάλια•
Γνωρίζω τις φωνές που φθίνουν μ' ένα ετοιμοθάνατο φθινόπωρο
Κάτω απ' τη μουσική που έρχεται από απώτερα δωμάτια.
Λοιπόν πώς θα 'πρεπε ν' αποτολμήσω;
Κι έχω τα μάτια γνωρίσει ήδη, γνωρίσει ένα προς ένα—
Τα μάτια που σε οριοθετούν σε μια αποδοσμένη φράση,
Kαι όταν είμαι αποδοσμένος, άτσαλα ξαπλωμένος πάνω σε μια πινέζα,
Όταν είμαι καρφιτσωμένος και συστρεφόμενος στον τοίχο,
Τότε πώς θα έπρεπε ν' αρχίσω
Να φτύνω όλες τις γόπες των ημερών μου και της στάσης;
Και πώς θα έπρεπε ν' αποτολμήσω;
Κι έχω τα χέρια γνωρίσει ήδη, όλα τους γνωρίσει ήδη—
Χέρια που είναι στολισμένα και άσπρα και γυμνά
(Αλλά στο φως της λάμπας, με καστανές τρίχες χνουδωτά!)
Είναι ίσως άρωμα από φουστάνι
Τούτο που τόσο να εκτρέπομαι με κάνει;
Χέρια που εκτείνονται σ' ένα τραπέζι, ή τυλίγονται γύρω από ένα σάλι.
Και θα 'πρεπε τότε εγώ να αποτολμήσω;
Και πώς θα έπρεπε ν' αρχίσω;
Άραγε να πω, έχω πάει από στενούς δρόμους κατά το σούρουπο
Και παρακολουθήσει τον καπνό να ανεβαίνει απ' τις πίπες
Ανδρών μοναχικών με δίχως πανωφόρι, σκυμμένων έξω από παράθυρα; ...
Έπρεπε να 'μουν ένα ζευγάρι από τραχιές δαγκάνες
Κόβοντας λάσπη μέσα από τα πατώματα ήσυχων θαλασσών.
Και το απόγευμα, το απόβραδο, κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Μαλαγμένο από δάχτυλα μακριά,
Kοιμισμένο... κουρασμένο... ή παριστάνει πως δεν αισθάνεται καλά,
Τεντωμένο στο πάτωμα, εδώ πλάι σε σένα και σε μένα.
Θα 'πρεπε μήπως, μετά το τσάι και τα κέικ και τα παγωτά,
Να έχω τη δύναμη να εξαναγκάσω τη στιγμή στην κρίση της;
Αλλά παρόλο που έχω κλάψει και νηστέψει, κλάψει και προσευχηθεί,
Παρόλο που έχω δει το κεφάλι μου (λιγάκι πλέον καραφλό) φερμένο σ' ένα πιάτο,
Δεν είμαι προφήτης — κι εδώ δεν είναι ζήτημα μεγάλο•
Έχω δει τη στιγμή του μεγαλείου μου να τρεμοσβήνει,
Και έχω δει τον αιώνιο Υπηρέτη να μου κρατάει το παλτό, το γέλιο του να μισοκρύβει,
Και με δυο λέξεις, έχω φοβηθεί.
Kαι θ' άξιζε άραγε τον κόπο, μετά απ' όλα αυτά,
Mετά τις κούπες, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Ανάμεσα στην πορσελάνη, σε μια κουβέντα δική σου και δική μου πλάι,
Άραγε θ' άξιζε τον κόπο,
Nα είχα μπήξει με χαμόγελο τα δόντια μου στο θέμα,
Nα είχα πατικώσει το σύμπαν σε ένα τόπι στρογγυλό
Να το κυλήσω προς κάποιο ερώτημα συντριπτικό,
Να πω: «Είμαι ο Λάζαρος, ελθών απ' τους νεκρούς,
Ελθών πίσω όλα να σας τα πω, σ' όλους σας θα τα πω»—
Αν κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι στο κεφάλι της
Θα έλεγε ίσως: «Δεν είναι καθόλου αυτό που εννοούσα•
Δεν είναι αυτό, καθόλου»
Kαι θ' άξιζε άραγε τον κόπο, μετά απ' όλα αυτά,
Άραγε θ' άξιζε τον κόπο,
Μετά απ' τα ηλιοβασιλέματα και τους αυλόκηπους και τους βρεγμένους δρόμους,
Μετά απ' τις νουβέλες, μετά τις κούπες του τσαγιού, μετά τις φούστες που σέρνονται στο πάτωμα—
κι αυτό, και τόσα περισσότερα ακόμη;—
Είναι αδύνατο να πω αυτό ακριβώς που εννοώ!
Αλλά ως εάν μια λάμπα μαγική έριχνε νεύρων σχέδια πάνω σε μια οθόνη:
Άραγε θ' άξιζε τον κόπο
Αν κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι ή τινάζοντας το σάλι απ΄τον ώμο,
Και γυρίζοντας προς το παράθυρο, θα έλεγε ίσως:
«Δεν είναι αυτό καθόλου,
Δεν είναι αυτό που εννοώ, καθόλου.»
Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκιπας Άμλετ, ούτε προοριζόμουν για να γίνω•
Εγώ είμαι ένας λόρδος που ακολουθεί, κάποιος που κάνει
Για να φουσκώσει η πλοκή, κάποια σκηνή τα εμπρός της για να πάρει,
Στον πρίγκιπα να δώσει συμβουλή• χωρίς αμφιβολία, ένα εργαλείο βολικό,
Υπάκουος, που χαίρεται να χρησιμεύει,
Διπλωματικός, προσεχτικός κι επιφυλακτικός•
Γεμάτος λόγια υψηλά, αλλά λιγάκι πληκτικός•
Κατά καιρούς, όντως, σχεδόν γελοίος—
Σχεδόν, κατά καιρούς, ο Τρελός.
Γερνάω ... Γερνάω ...
Tα παντελόνια μου με τα μπατζάκια γυρισμένα θα φοράω.
Nα κάνω τα μαλλιά χωρίστρα πίσω; Τολμάω να φάω από μια ροδακινιά;
Λευκά θα βάλω φανελένια παντελόνια, και θα περπατάω στην αμμουδιά.
Έχω ακούσει τις γοργόνες να τραγουδάνε, σε καθέναν κι από μια.
Δεν πιστεύω πως θα τραγουδήσουνε σ' εμένα.
Τις έχω δει να ιππεύουνε τα κύματα προς τ' ανοιχτά
Χτενίζοντας του κύματος τα τραβηγμένα πίσω άσπρα μαλλιά
Όταν ο άνεμος φυσάει το νερό άσπρο και σκοτεινό.
Έχουμε αργοπορήσει στα θαλάμια του πυθμένα
Δίπλα σε θαλασσινά κορίτσια που φύκια κόκκινα φαιά φορούνε
Μέχρι ανθρώπινες φωνές να μας ξυπνήσουν, και πνιγούμε.
Το ποίημα Το ερωτικό τραγούδι του Τζέι Άλφρεντ Προύφροκ, που δημοσιεύτηκε με την παρότρυνση του Έζρα Πάουντ στο περιοδικό Poetry τον Ιούνιο του 1915, έδωσε τον τίτλο στην πρώτη ποιητική συλλογή του Έλιοτ (Προύφροκ και άλλες παρατηρήσεις, 1917) και αποτέλεσε τo πρώτο ποιητικό ορόσημο προς τον μοντερνισμό. Στην πραγματικότητα, όμως, δεν φτιάχτηκε για να τραγουδηθεί σε ψυχή ζώσα. Ο Έλιοτ προετοιμάζει τον αναγνώστη γι' αυτό με το εδάφιο της Θείας Κωμωδίας στην αρχή του ποιήματος, όπου ένας άνδρας στην κόλαση, λίγο πριν εκμυστηρευτεί την ιστορία του στον επισκέπτη, τού λέει “Αν όμως πίστευα ότι η απάντησή μου θα δινόταν/ σε κάποιον που ίσως να επέστρεφε στον κόσμο,/ αυτή η γλώσσα της φωτιάς θα έπαυε να τρέμει•/ αλλά αφού από αυτά τα βάθη κανείς ακόμα/ δεν γύρισε ζωντανός, απ' όσο ξέρω,/ σου απαντώ χωρίς φόβο ότι θα ντροπιαστώ.”
Ο ίδιος ο Έλιοτ θα μπορούσε να έχει δήθεν τον ρόλο του επισκέπτη που, επιστρέφοντας από την κόλαση στον κόσμο, φέρνει στ' αυτιά μας το τραγούδι του Προύφροκ• κάποιου που πνίγεται κάτω από το συντριπτικά απλωμένο χέρι της ζωής, και που κλεισμένος στο υποβολείο του δικαιολογείται για την απεγνωσμένη ολιγωρία του, ακόμη προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό του πως θα υπάρξει χρόνος για όσα θα έχουν μέχρι τότε αναβληθεί. Ή, όπως μονολογούσε ο Προύφροκ στο τριανταοκτάστιχο της εισαγωγής που αργότερα αφαιρέθηκε από το ποίημα:
Διπλώθηκα στο παράθυρο για να βιώσω τον κόσμο
και για ν' ακούσω την Τρελότητά μου να τραγουδά, καθισμένη σε ένα κράσπεδο του δρόμου
[ένας τυφλός γέρος μεθυσμένος που τραγουδάει και μουρμουρίζει
με τα τακούνια απ' τις μπότες του λερωμένα σε πολλές υδρορροές]
Και όπως αυτός τραγούδησε ο κόσμος άρχισε να καταρρέει...
Κι όπως πολλές από τις γλώσσες της φωτιάς θα καίνε στην κόλαση ακόμα, ο Προύφροκ ίσως τρέχει ακόμα την κούρσα του στον υποθετικό κόσμο μίας αιώνιας πρόβας: κρατώντας στα αναποφάσιστα χέρια του τον τρόπο που ισορροπεί ο κόσμος, προφυλάσσοντας τον από το πάθος που κρύβει ο ίδιος για ζωή. Στην ίδια αβέβαιη διαδρομή της πόλης, ο Προύφροκ προφυλάσσει την ισορροπία του κόσμου, βέβαιος μόνο για την δική του κόλαση, απ' την οποία δεν θα υπάρξει -απ' όσο ξέρουμε- επιστροφή.
Μ.Θ.
S’i’ credesse che mia risposta fosse
a persona che mai tornasse al mondo,
questa fiamma staria sanza più scosse;
ma però che già mai di questo fondo
non tornò vivo alcun, s’i’ odo il vero,
sanza tema d’infamia ti rispondo.
Dante Alighieri,
La Commedia Divina: Inferno,
Canto XXVII 61-66
Άσε να πάμε τότε, εσύ κι εγώ,
Όταν το απόγευμα έχει απλωθεί ενάντια στον ουρανό
Σαν ασθενής που απ' τον αιθέρα λιποθύμησε απάνω στο τραπέζι•
Άσε να πάμε, μέσω ορισμένων μισοέρημων στενών,
Των τραυλών συμβιβασμών
ταραγμένων βραδιών σε φτηνά ξενοδοχεία της μιας νύχτας
Και στρωμένων πριονίδια ρεστοράν με όστρακα στρειδιών:
Δρόμοι που εξακολουθούν σαν κάποιο επιχείρημα κουραστικό
Μιας δόλιας πρόθεσης
Για να σε οδηγήσουν σε ένα ερώτημα συντριπτικό...
Ω, μη ρωτάς, “Ποιό είναι αυτό;”
Άσε να πάμε κι ως επισκέπτες να δηλώσουμε παρόν.
Στο δωμάτιο οι γυναίκες έρχονται και πάνε
Καθώς για Μικελάντζελο μιλάνε.
H κίτρινη ομίχλη που τρίβει την πλάτη της πάνω στων παραθύρων το γυαλί,
Ο κίτρινος καπνός που τρίβει το ρύγχος του πάνω στων παραθύρων το γυαλί,
Έγλειψε τη γλώσσα του στις γωνιές του απόβραδου,
Χασομέρησε πάνω από τις λιμνούλες που στέκουν στην υδρορροή,
Άφησε να πέσει με την πλάτη η καπνιά που πέφτει από τις καμινάδες,
Γλίστρησε από την ταράτσα, έδωσε ένα σάλτο ξαφνικά,
Και βλέποντας ότι ήταν ένα τρυφερό Οκτωβρίου βράδυ,
Έστριψε γύρω από το σπίτι μια φορά, κι αποκοιμήθηκε.
Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Για τον κίτρινο καπνό που γλιστράει σ' όλο το δρόμο ως μακριά,
τρίβοντας την πλάτη του πάνω στων παραθύρων το γυαλί•
Θα υπάρξει χρόνος, θα υπάρξει χρόνος
Να προετοιμάσεις ένα πρόσωπο για να συνέρθεις τα πρόσωπα που συναντάς•
Θα υπάρξει χρόνος για να φονεύσεις και να δημιουργείς,
Και χρόνος για όλα τα έργα και τις ημέρες των χεριών
Που ορθώνουν κι αποθέτουν ένα ερώτημα στο πιάτο σου•
Χρόνος για σένα και χρόνος για μένα,
Και χρόνος όμως για δισταγμούς μια εκατοστή,
Και μια εκατοστή οράματα και αναθεωρήσεις,
Πριν τσάι και μια φρυγανιά να έχουνε παρθεί.
Στο δωμάτιο οι γυναίκες έρχονται και πάνε
Καθώς για Μικελάντζελο μιλάνε.
Κι αλήθεια θα υπάρξει χρόνος
Να αναρωτηθώ, “τολμάω άραγε;' και, “άραγε τολμώ;”
Καιρός για να γυρίσω πίσω και τα σκαλιά να κατεβώ,
Με ένα καραφλό σημείο στη μέση των μαλλιών—
(Θα πούνε: “Πώς τα μαλλιά του ισχναίνουν έτσι”)
Το πρωινό μου το παλτό, το κολάρο μου ως το πιγούνι σφιχτά να ανεβαίνει,
Τη γραβάτα μου πλούσια και σεμνή, αλλά από μια απλή καρφίτσα αγκιστρωμένη—
(Θα πουν: “Μα πόσο τα χέρια και τα πόδια του έχουν ρέψει”)
Τολμάω άραγε
Να διαταράξω του σύμπαντος την στρέψη;
Σε ένα λεπτό υπάρχει χρόνος
Για αποφάσεις κι επανεξετάσεις που ένα λεπτό πρόκειται ν' αντιστρέψει.
Γιατί τα έχω γνωρίσει ήδη όλα, γνωρίσει όλα:
Γνωρίσει τα απογεύματα, τα πρωινά, τα βράδια,
Έχω μετρήσει τη ζωή μου στου καφέ τα κουτάλια•
Γνωρίζω τις φωνές που φθίνουν μ' ένα ετοιμοθάνατο φθινόπωρο
Κάτω απ' τη μουσική που έρχεται από απώτερα δωμάτια.
Λοιπόν πώς θα 'πρεπε ν' αποτολμήσω;
Κι έχω τα μάτια γνωρίσει ήδη, γνωρίσει ένα προς ένα—
Τα μάτια που σε οριοθετούν σε μια αποδοσμένη φράση,
Kαι όταν είμαι αποδοσμένος, άτσαλα ξαπλωμένος πάνω σε μια πινέζα,
Όταν είμαι καρφιτσωμένος και συστρεφόμενος στον τοίχο,
Τότε πώς θα έπρεπε ν' αρχίσω
Να φτύνω όλες τις γόπες των ημερών μου και της στάσης;
Και πώς θα έπρεπε ν' αποτολμήσω;
Κι έχω τα χέρια γνωρίσει ήδη, όλα τους γνωρίσει ήδη—
Χέρια που είναι στολισμένα και άσπρα και γυμνά
(Αλλά στο φως της λάμπας, με καστανές τρίχες χνουδωτά!)
Είναι ίσως άρωμα από φουστάνι
Τούτο που τόσο να εκτρέπομαι με κάνει;
Χέρια που εκτείνονται σ' ένα τραπέζι, ή τυλίγονται γύρω από ένα σάλι.
Και θα 'πρεπε τότε εγώ να αποτολμήσω;
Και πώς θα έπρεπε ν' αρχίσω;
Άραγε να πω, έχω πάει από στενούς δρόμους κατά το σούρουπο
Και παρακολουθήσει τον καπνό να ανεβαίνει απ' τις πίπες
Ανδρών μοναχικών με δίχως πανωφόρι, σκυμμένων έξω από παράθυρα; ...
Έπρεπε να 'μουν ένα ζευγάρι από τραχιές δαγκάνες
Κόβοντας λάσπη μέσα από τα πατώματα ήσυχων θαλασσών.
Και το απόγευμα, το απόβραδο, κοιμάται τόσο ειρηνικά!
Μαλαγμένο από δάχτυλα μακριά,
Kοιμισμένο... κουρασμένο... ή παριστάνει πως δεν αισθάνεται καλά,
Τεντωμένο στο πάτωμα, εδώ πλάι σε σένα και σε μένα.
Θα 'πρεπε μήπως, μετά το τσάι και τα κέικ και τα παγωτά,
Να έχω τη δύναμη να εξαναγκάσω τη στιγμή στην κρίση της;
Αλλά παρόλο που έχω κλάψει και νηστέψει, κλάψει και προσευχηθεί,
Παρόλο που έχω δει το κεφάλι μου (λιγάκι πλέον καραφλό) φερμένο σ' ένα πιάτο,
Δεν είμαι προφήτης — κι εδώ δεν είναι ζήτημα μεγάλο•
Έχω δει τη στιγμή του μεγαλείου μου να τρεμοσβήνει,
Και έχω δει τον αιώνιο Υπηρέτη να μου κρατάει το παλτό, το γέλιο του να μισοκρύβει,
Και με δυο λέξεις, έχω φοβηθεί.
Kαι θ' άξιζε άραγε τον κόπο, μετά απ' όλα αυτά,
Mετά τις κούπες, τη μαρμελάδα, το τσάι,
Ανάμεσα στην πορσελάνη, σε μια κουβέντα δική σου και δική μου πλάι,
Άραγε θ' άξιζε τον κόπο,
Nα είχα μπήξει με χαμόγελο τα δόντια μου στο θέμα,
Nα είχα πατικώσει το σύμπαν σε ένα τόπι στρογγυλό
Να το κυλήσω προς κάποιο ερώτημα συντριπτικό,
Να πω: «Είμαι ο Λάζαρος, ελθών απ' τους νεκρούς,
Ελθών πίσω όλα να σας τα πω, σ' όλους σας θα τα πω»—
Αν κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι στο κεφάλι της
Θα έλεγε ίσως: «Δεν είναι καθόλου αυτό που εννοούσα•
Δεν είναι αυτό, καθόλου»
Kαι θ' άξιζε άραγε τον κόπο, μετά απ' όλα αυτά,
Άραγε θ' άξιζε τον κόπο,
Μετά απ' τα ηλιοβασιλέματα και τους αυλόκηπους και τους βρεγμένους δρόμους,
Μετά απ' τις νουβέλες, μετά τις κούπες του τσαγιού, μετά τις φούστες που σέρνονται στο πάτωμα—
κι αυτό, και τόσα περισσότερα ακόμη;—
Είναι αδύνατο να πω αυτό ακριβώς που εννοώ!
Αλλά ως εάν μια λάμπα μαγική έριχνε νεύρων σχέδια πάνω σε μια οθόνη:
Άραγε θ' άξιζε τον κόπο
Αν κάποια, τακτοποιώντας ένα μαξιλάρι ή τινάζοντας το σάλι απ΄τον ώμο,
Και γυρίζοντας προς το παράθυρο, θα έλεγε ίσως:
«Δεν είναι αυτό καθόλου,
Δεν είναι αυτό που εννοώ, καθόλου.»
Όχι! Δεν είμαι ο πρίγκιπας Άμλετ, ούτε προοριζόμουν για να γίνω•
Εγώ είμαι ένας λόρδος που ακολουθεί, κάποιος που κάνει
Για να φουσκώσει η πλοκή, κάποια σκηνή τα εμπρός της για να πάρει,
Στον πρίγκιπα να δώσει συμβουλή• χωρίς αμφιβολία, ένα εργαλείο βολικό,
Υπάκουος, που χαίρεται να χρησιμεύει,
Διπλωματικός, προσεχτικός κι επιφυλακτικός•
Γεμάτος λόγια υψηλά, αλλά λιγάκι πληκτικός•
Κατά καιρούς, όντως, σχεδόν γελοίος—
Σχεδόν, κατά καιρούς, ο Τρελός.
Γερνάω ... Γερνάω ...
Tα παντελόνια μου με τα μπατζάκια γυρισμένα θα φοράω.
Nα κάνω τα μαλλιά χωρίστρα πίσω; Τολμάω να φάω από μια ροδακινιά;
Λευκά θα βάλω φανελένια παντελόνια, και θα περπατάω στην αμμουδιά.
Έχω ακούσει τις γοργόνες να τραγουδάνε, σε καθέναν κι από μια.
Δεν πιστεύω πως θα τραγουδήσουνε σ' εμένα.
Τις έχω δει να ιππεύουνε τα κύματα προς τ' ανοιχτά
Χτενίζοντας του κύματος τα τραβηγμένα πίσω άσπρα μαλλιά
Όταν ο άνεμος φυσάει το νερό άσπρο και σκοτεινό.
Έχουμε αργοπορήσει στα θαλάμια του πυθμένα
Δίπλα σε θαλασσινά κορίτσια που φύκια κόκκινα φαιά φορούνε
Μέχρι ανθρώπινες φωνές να μας ξυπνήσουν, και πνιγούμε.
εισαγωγή-μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
(πρώτη δημοσίευση Περιοδικό Βακχικόν, 2014)
Σχόλια