photograph by Zied Ben Romdhane, Zinder, Niger 2021 | Magnum Photos |
Θυμήσου τις μέρες της πρώτης ευτυχίας μας,
πόσο δυνατοί ήμασταν, πόσο ζαλισμένοι απ' το πάθος,
ξαπλωμένοι όλη μέρα, μετά όλη νύχτα στο στενό κρεβάτι,
να κοιμόμαστε εκεί, ως και να τρώμε εκεί: ήταν καλοκαίρι,
έμοιαζε σαν όλα να μεστώσανε
μεμιάς. Και τόσο ζεστοί ξαπλώναμε εντελώς ξεσκέπαστοι.
Κάποιες φορές o άνεμος δυνάμωνε· μια ιτιά βούρτσιζε το παράθυρο.
Μα είχαμε χαθεί με έναν τρόπο, δεν το 'νιωσες αυτό;
Το κρεβάτι ήταν σαν σχεδία. Μας ένιωσα να παρασυρόμαστε
μακριά από τη φύση μας, προς ένα μέρος όπου τίποτα δεν θ' ανακαλύπταμε.
Πρώτα ο ήλιος, μετά το φεγγάρι, αποσπασματικά,
πέτρα μέσα από την ιτιά.
Πράγματα που ο καθένας μπορούσε να τα δει.
Μετά οι κύκλοι έκλεισαν. Σιγά σιγά οι νύχτες ψύχραναν·
τα κρεμαστά φύλλα της ιτιάς
κιτρίνισαν και πέσαν. Και στον καθένα μας ξεκίνησε
μία βαθιά απομόνωση, αν και ποτέ δε μιλήσαμε γι' αυτό,
της απουσίας της λύπης.
Ήμασταν πάλι καλλιτέχνες, σύζυγε μου.
Μπορούσε να ξαναρχίσει το ταξίδι.
μτφρ. Μαρία Θεοφιλάκου
Summer
Remember the days of our first happiness,
how strong we were, how dazed by passion,
lying all day, then all night in the narrow bed,
sleeping there, eating there too: it was summer,
it seemed everything had ripened
at once. And so hot we lay completely uncovered.
Sometimes the wind rose; a willow brushed the window.
But we were lost in a way, didn't you feel that?
The bed was like a raft; I felt us drifting
far from our natures, toward a place where we'd discover nothing.
First the sun, then the moon, in fragments,
stone through the willow.
Things anyone could see.
Then the circles closed. Slowly the nights grew cool;
the pendant leaves of the willow
yellowed and fell. And in each of us began
a deep isolation, though we never spoke of this,
of the absence of regret.
We were artists again, my husband.
We could resume the journey.
how strong we were, how dazed by passion,
lying all day, then all night in the narrow bed,
sleeping there, eating there too: it was summer,
it seemed everything had ripened
at once. And so hot we lay completely uncovered.
Sometimes the wind rose; a willow brushed the window.
But we were lost in a way, didn't you feel that?
The bed was like a raft; I felt us drifting
far from our natures, toward a place where we'd discover nothing.
First the sun, then the moon, in fragments,
stone through the willow.
Things anyone could see.
Then the circles closed. Slowly the nights grew cool;
the pendant leaves of the willow
yellowed and fell. And in each of us began
a deep isolation, though we never spoke of this,
of the absence of regret.
We were artists again, my husband.
We could resume the journey.
Louise Glück
γεν. 1943
Σχόλια