Seamus Heaney as a young man, photo link |
για τον Philip Hobsbaum
Τέλη Αυγούστου, υποθέτοντας δυνατή βροχή και ήλιο
Για μια ολόκληρη εβδομάδα, τα βατόμουρα θα ωρίμαζαν.
Πρώτα, μόνο ένα, ένας γυαλιστερός μωβ σβώλος
Ανάμεσα σε άλλους, κόκκινους, πράσινους, σκληρούς σαν κόμπους.
Έφαγες εκείνον τον πρώτο και η σάρκα του ήταν γλυκιά
Σαν πυκνωμένο κρασί: το αίμα του καλοκαιριού ήταν μέσα του
Αφήνοντας λεκέδες πάνω στη γλώσσα και πόθο να τα
Μαζέψεις. Μετά τα κόκκινα μελάνωσαν κι εκείνη η πείνα
Μας έστειλε έξω με κονσερβοκούτια από γάλα, τενεκεδάκια του αρακά, βάζα από μαρμελάδα
Κει που τα βάτα τσίμπαγαν και το υγρό χορτάρι ξάσπριζε τις μπότες μας.
Τριγύρω σε αχυρότοπους, καλαμποκοχώραφα και αύλακες πατάτας,
Πεζοπορήσαμε μαζεύοντας μέχρι που τα κονσερβοκούτια ήταν γεμάτα,
Μέχρι που ο κουδουνιστός πάτος είχε καλυφθεί
Με πράσινα, και από πάνω μεγάλες σκούρες σταγόνες έκαιγαν
Σαν ένα πιάτο μάτια. Τα χέρια μας είχαν πυροβοληθεί
Από σκάγια αγκαθιών, οι παλάμες μας κολλούσαν σαν του Κυανοπώγωνα.
Παραχώσαμε τα φρέσκα μούρα μες στον στάβλο.
Μα όταν η μπανιέρα πια είχε γεμίσει βρήκαμε ένα χνούδι,
Μία ποντικογκρίζα μούχλα, να κατακλύζει την κρυψώνα μας.
Ο χυμός είχε κι αυτός βρωμίσει. Άπαξ και κόπηκε απ' τον θάμνο
Τέλη Αυγούστου, υποθέτοντας δυνατή βροχή και ήλιο
Για μια ολόκληρη εβδομάδα, τα βατόμουρα θα ωρίμαζαν.
Πρώτα, μόνο ένα, ένας γυαλιστερός μωβ σβώλος
Ανάμεσα σε άλλους, κόκκινους, πράσινους, σκληρούς σαν κόμπους.
Έφαγες εκείνον τον πρώτο και η σάρκα του ήταν γλυκιά
Σαν πυκνωμένο κρασί: το αίμα του καλοκαιριού ήταν μέσα του
Αφήνοντας λεκέδες πάνω στη γλώσσα και πόθο να τα
Μαζέψεις. Μετά τα κόκκινα μελάνωσαν κι εκείνη η πείνα
Μας έστειλε έξω με κονσερβοκούτια από γάλα, τενεκεδάκια του αρακά, βάζα από μαρμελάδα
Κει που τα βάτα τσίμπαγαν και το υγρό χορτάρι ξάσπριζε τις μπότες μας.
Τριγύρω σε αχυρότοπους, καλαμποκοχώραφα και αύλακες πατάτας,
Πεζοπορήσαμε μαζεύοντας μέχρι που τα κονσερβοκούτια ήταν γεμάτα,
Μέχρι που ο κουδουνιστός πάτος είχε καλυφθεί
Με πράσινα, και από πάνω μεγάλες σκούρες σταγόνες έκαιγαν
Σαν ένα πιάτο μάτια. Τα χέρια μας είχαν πυροβοληθεί
Από σκάγια αγκαθιών, οι παλάμες μας κολλούσαν σαν του Κυανοπώγωνα.
Παραχώσαμε τα φρέσκα μούρα μες στον στάβλο.
Μα όταν η μπανιέρα πια είχε γεμίσει βρήκαμε ένα χνούδι,
Μία ποντικογκρίζα μούχλα, να κατακλύζει την κρυψώνα μας.
Ο χυμός είχε κι αυτός βρωμίσει. Άπαξ και κόπηκε απ' τον θάμνο
Το ζυμωμένο φρούτο, η σάρκα του η γλυκιά θα ξίνιζε.
Μού ερχόταν κάθε φορά να κλάψω. Δεν ήταν δίκαιο
Που όλα τα τιγκαρισμένα ωραία κουτιά μύριζαν σήψη.
Που όλα τα τιγκαρισμένα ωραία κουτιά μύριζαν σήψη.
Κάθε χρονιά έλπιζα θα κρατούσαν, ήξερα πως όχι.
Blackberry-Picking
μτφρ: Μαρία Θεοφιλάκου
for Philip Hobsbaum
Late August, given heavy rain and sun
For a full week, the blackberries would ripen.
At first, just one, a glossy purple clot
Among others, red, green, hard as a knot.
You ate that first one and its flesh was sweet
Like thickened wine: summer's blood was in it
Leaving stains upon the tongue and lust for
Picking. Then red ones inked up and that hunger
Sent us out with milk cans, pea tins, jam-pots
Where briars scratched and wet grass bleached our boots.
Round hayfields, cornfields and potato-drills
We trekked and picked until the cans were full,
Until the tinkling bottom had been covered
With green ones, and on top big dark blobs burned
Like a plate of eyes. Our hands were peppered
With thorn pricks, our palms sticky as Bluebeard's.
We hoarded the fresh berries in the byre.
But when the bath was filled we found a fur,
A rat-grey fungus, glutting on our cache.
The juice was stinking too. Once off the bush
The fruit fermented, the sweet flesh would turn sour.
I always felt like crying. It wasn't fair
That all the lovely canfuls smelt of rot.
Each year I hoped they'd keep, knew they would not.
Late August, given heavy rain and sun
For a full week, the blackberries would ripen.
At first, just one, a glossy purple clot
Among others, red, green, hard as a knot.
You ate that first one and its flesh was sweet
Like thickened wine: summer's blood was in it
Leaving stains upon the tongue and lust for
Picking. Then red ones inked up and that hunger
Sent us out with milk cans, pea tins, jam-pots
Where briars scratched and wet grass bleached our boots.
Round hayfields, cornfields and potato-drills
We trekked and picked until the cans were full,
Until the tinkling bottom had been covered
With green ones, and on top big dark blobs burned
Like a plate of eyes. Our hands were peppered
With thorn pricks, our palms sticky as Bluebeard's.
We hoarded the fresh berries in the byre.
But when the bath was filled we found a fur,
A rat-grey fungus, glutting on our cache.
The juice was stinking too. Once off the bush
The fruit fermented, the sweet flesh would turn sour.
I always felt like crying. It wasn't fair
That all the lovely canfuls smelt of rot.
Each year I hoped they'd keep, knew they would not.
Seamus Heaney
1939-2013
Σχόλια