Η μέρα σκοτείνιασε αργά στο παράθυρο,
η νύχτα ήρθε. Κοιτούσα τις αντανακλάσεις
της λάμπας στο τζάμι κι είδα μοναξιά στο βάθος
κοίταξα έξω, ο δρόμος ήταν έρημος, στενάχωρος,
το πρόσωπό μου και τα χέρια μου πέτρινα
ω μοίρα μου, απόγνωσή μου!
ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ
Βασανίζομαι:
είμαι λογιστής
αλλά δεν ξέρω αριθμητική.
Αγαπημένο φαγητό οι μελιτζάνες -
δεν συμφωνεί κανείς μαζί μου.
Γνωρίζω ένα κορίτσι με φακίδες,
την αγαπώ,
εκείνη όχι.
ΜΟΥΡΙΕΣ
Αν σκαρφαλώσω σ’ ένα κλαδί και κουνήσω το δέντρο,
τ’ αστέρια σου, Νύχτα, θα πέσουν βροχή.
ΧΩΡΑΦΙ
Βύθισε το χέρι του στους σπόρους
έβγαλε μια χούφτα γεμάτη
τη μελέτησε αρκετή ώρα
και σκέφτηκε πως αυτό είν’ το χωράφι
ακόμη και το πετρώδες
βόδι κι άροτρο
όλα τ’ άλλα είναι ψέματα.
ΛΑΪΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Αγαπούσε τα τραγούδια που του θύμιζαν την εξορία, πιο πολύ
όταν τ’ άκουγε να παίζουν μέσα σε σαραβαλιασμένα λεωφορεία
που διάβαιναν ασφαλτοστρωμένους δρόμους στα βουνά.
ΣΠΙΤΙΑ
Εκεί υπήρχε ένα σπίτι, το τράνταξε ο άνεμος
η Νεριμάν Χανίμ ζούσε σ’ αυτό
που τη φοβόμασταν
έμπαινε στο κουζινάκι
έβγαζε το μπρίκι απ' τη φλόγα
και κάπνιζε το τσιγάρο της παφ πουφ
εκεί υπήρχε ένα σπίτι που κάηκε
εκεί υπήρχε ένα σπίτι που κατέρρευσε
κάποια σπίτια άντεξαν στον χρόνο.
ΓΑΤΕΣ
Στέγη, γείσωμα, υποστύλωμα
απόγευμα και δέντρα παντού
δύο γάτες πάνω στον τοίχο
αντικριστά η μια στην άλλη
δύο τοτέμ
δύο παθιασμένες γάτες.
ΦΑΝΤΙΜΕ
Κουβαλώντας δύο κουβάδες νερό
η Φαντίμε ερχόταν προς
το κυπαρίσσι στο βάθος του κήπου
η μητέρα της που έπλενε τα ρούχα
άπλωνε στον φράχτη
ο γαιοκτήμονας οκλαδόν μπροστά στον τοίχο
κάπνιζε βαριεστημένα τον καπνό του.
ΝΕΡΟΠΟΝΤΗ
Στην αρχή οι λέξεις της ήταν διστακτικές
στο τέλος ξέσπασαν σαν νεροποντή.
ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Ολοκαίνουρια ρούχα για σένα
παλιά κουρέλια για εμάς
μεγαλοπρεπή σπίτια και κήποι
τα γερά σου χαρτιά
καλύβια για εμάς
είπαν πως πέθανες
ο θάνατος ήταν συμπολεμιστής σου
δικός μας σύντροφος η ζωή.
μετάφραση από τα αγγλικά: Σπύρος Θεριανός
Oktay Rifat
(1914-1988)
Σχόλια