Ρογήρος Δέξτερ | τέσσερις σχεδίες




      " quia tempus non erit amplius "


• " όταν ο χρόνος δε θα υπάρχει πια
Τί θ' απογίνουν
Ο τόπος και το φως του; " • ρωτήθηκε
Πάνω κάτω στη λαλιά του
Σα να είχε διανύσει χίλιες φορές
Το ίδιο διάστημα στον ύπνο
Λίγο πριν σβήσει τραγουδώντας
Ο γητευτής τής φυλλωσιάς ο τζίτζικας•
Αλλά κανείς δεν έκανε πως άκουσε•
Και ο ξωμάχος πήρε πάλι
Να σκαλίζει το χωράφι του•
Ο ψαράς να ρίχνει δίχτυα στη θάλασσα•
Ο κυνηγός να σκοτώνει δίχως οίκτο•
Ο παλιός εαυτός μου
Ν' ανακατεύει ποτά πίσω απ' τήν μπάρα
Για τους στενάχωρους
Που έχασαν κάθε επιθυμία για ζωή•
Η πόρνη στο υπόγειο
Να βγάζει μεγάλες κραυγές ευτυχίας•
Και οι σωτήρες να ξεπουλούν
Όσο όσο το παρόν και το μέλλον
Μήπως μας καταπιεί επιτέλους ο γκρεμός
Που χάσκει μπροστά μας
Και σωθούμε• εξάλλου
Αν δε μας φάει κάποτε η νύχτα
Σήμερα - αύριο - την επομένη τού Σαββάτου
Θα μας κάνουν μια χαψιά
Οι αδέσποτοι - τα χαρτιά - τα μεθύσια
Η vagina dentata τής κάθε μαζώχτρας
Που ξεκαρδίζεται σε χάχανα
Καθώς ψυλλιάζεται
Πόσο φουσκωμένο πρέπει να είναι
Το πορτοφόλι μας τα βράδια• ίσως
Ακόμη και η αφλογιστία
Που παθαίνουμε ώρες ώρες στο γράψιμο
Όπου άλλοτε γέμιζαν
Στο πι και φι τόσες σελίδες
Και τώρα παλεύουμε
Για δυο στίχους τής προκοπής
Και συνήθως δε βγαίνουν•
Για τους φίλους έστω
Που επιμένουν να μας διαβάζουν
Περιμένοντας επιτέλους
Κάποιο καλό ποίημα
Που θα άξιζε
Να μνημονεύσει το μυαλό• αλλά
Τα ποιήματα (το είπαμε τις προάλλες)
Τα παίζουν άλλοι
Στα δάχτυλά τους• όχι εμείς
Που τσαλαβουτάμε
Μες στα βρωμόνερα τις νύχτες• και
Όχι εμείς
Που χρόνια γυρεύει να μας καταπιεί
Το θεριό που βγαίνει
Σαν καημός τα χαράματα•


                                  ◇

                    Όνειρο με τον πατέρα

                                   Δ'



• σε βλέπω
Στον πρωινό βήχα
Που ξεσπάει
Μόλις πλένω τα δόντια μου
Στο μπάνιο•
Σε βλέπω στο φλέμμα
Που κοκκινίζει
Κι ελπίζω
Να φταίνε τα ούλα
Που ματώνουν στο βούρτσισμα• στο
Βλέμμα
Ορισμένων που θα με ήθελαν
Ίσως νεκρό εδώ και χρόνια• στα μισά
Τα λόγια τής χοντρής γειτόνισσας
Που σαρώνει με θυμό
Τα κίτρινα φύλλα τής αυλής• στο
Σκυλί που βαβίζει αναίτια
Σα να θέλει να πει
Πως κάτι φρικτό πάλι
Θα συμβεί στον κόσμο• στο
Κόκκινο ηλιοβασίλεμα
Λες και ξαναχύθηκε - όχι το χρώμα
Τ' ουρανού - αλλά το αίμα
Αθώων στους δρόμους•
Στο σκοτάδι
Όταν τα πατώματα τρίζουν
Και οι κρεμάστρες
Χορεύουν με τα ρούχα σου στην ντουλάπα•
Στις φωνές των μεθυσμένων
Που ταΐζουν
Μέσα στις σκέψεις τους το χάος• στο
Σκοτάδι που κουβαλούσες
Καιρούς και καιρούς στο μυαλό σου•
Σε μια κατηφόρα
Να με σέρνεις θυμωμένος
Κοντά παντελονάκια και σπορτέξ
Ράμματα στο κεφάλι και κλαψούρισμα
Μέχρι που
Όλα σκοτεινιάζουν και
Φεύγω μπροστά
Πατώντας γκάζι• στα όνειρά μου•

                                

Rene Burri  - Fort Rhotas. Pakistan. 1963 | Magnum Photos



                        pseudo-haiku


    • " είμαστε
    η σκόνη
    από
    το
    τίποτα" είπε ο σοφός•
Έχοντας όμως γράψει
Δύο μυριάδες χάικου• και
Το λιβάδι που ανθίζει
Με τις πνοές των νεκρών
Κάτω απ' τό χώμα
Και οι φυλλωσιές των χρωμάτων που θροΐζουν
Τον λένε μικρό ψεύτη
Που ασκείται στη γλώσσα
Που δεν ξέρει και πολλά
Τί σημαίνει ζωή• ας έλεγε - έστω -
Ότι είμαστε η γύρη των άστρων
Την ώρα που σκάνε ψηλά
Σα ρόδια τ' αστέρια
Κι εμείς τριγυρίζουμε
Αμέριμνοι στο γαλαξία• εσείς πάλι
Βρείτε καθρέφτη
Στα χωνάκια των ανθισμένων τόπων•
Δώστε τραγούδια στο δάσος• πιείτε
Νερό
Εκεί όπου τρέχουν ρυάκια και κορίτσια
Ή νεράιδες
Γεμίζουν τη στάμνα τους με γέλια•
Ν' αράξουμε
Σε δασωμένες όχθες τραγουδώντας• αντί
Να πηγαίνουμε
Από λύπη σε λύπη
Μέχρι το θάνατο•


                                  

                       De Remedio Amoris


Όχι•
Το να πίνεις για να ξεχάσεις
Και τελικά να θυμάσαι
Δεν το λες έρωτα• και μετά
Να ξερνάς
Πάνω στα ανθισμένα τριαντάφυλλα τού κήπου
Διπλωμένος στα δύο• το λες αλλιώς
Και ίσως
Τρέλα στο ζενίθ
Παιδιάστικα στα 40 και κάτι καμώματα
Που δεν ταιριάζουν
Κάθε πρωί που ξυπνάς και τη φέρνεις στη μνήμη
Με τη φωνή κάμποσων κοριτσιών μαζί• το λες
Κατάντια που ακόμη σε σέρνει απ' τή μύτη
Μέχρι να ξαναπέσεις αύριο
Στον ίδιο λάκκο
Με τις μέλισσες που έχουν
Το νέκταρ των θεών στο στόμα• να πέσεις εκεί
Στα ψηλά βάθη από μόνος σου
Κραυγάζοντας
Για να πείσεις τον εαυτό σου
Ότι έχεις δίκιο
Ότι δεν είναι απάτη ο έρωτας
Αλλά κάτι που βαστάει αιώνες στιγμών
Περισσότερο - τάχα - από ένα
Λαχανιασμένο γαμήσι•



Ρογήρος Δέξτερ


Προηγούμενες επιβιβάσεις του στο τρένο: 
https://trenopoiisis.blogspot.com/search?q=Ρογήρος+Δέξτερ


Σχόλια

Ο χρήστης Κατερίνα είπε…
Ωραία ποιήση