photo by Peter Marlow: Olafur Eliasson's installation of an artificial sun, Tate Modern, 2003 | Magnum Photos |
6.
(απόσπασμα)
Φεύγω· σε αφήνω στο βράδυ
που αν και θλιμμένο πέφτει τόσο γλυκά
για εμάς τους ζωντανούς, σαν χάδι,
με το ωχρό του φως που λιγοστεύει στη γειτονιά,
στο λυκόφως. Και την αναμοχλεύει.
Την κάνει πιο άδεια, πιο μεγάλη, τη φέρνει πιο κοντά
και πιο μακριά. Τη δεσμεύει
σε μια παθιασμένη ζωή που απ' το βραχνό
κύλισμα των τραμ, απ' το ανθρώπινο ουρλιαχτό (που ταξιδεύει
από ιδιαίτερες πατρίδες) ενορχηστρώνει θολό
κι απόλυτο κονσέρτο. Και νιώθεις να σε ρουφάνε
εκείνες οι μακρινές υπάρξεις που στη ζωή, στο δικό
τους σαράβαλο όχημα, ουρλιάζουν, γελάνε,
στα άθλια οικοδομικά τετράγωνα όπου καταναλώνεται
το αναξιόπιστο και άφθονο δώρο της ύπαρξης. Δεν θα 'ναι
παρά μια ανατριχίλα τούτη η ζωή: μέσα της υψώνεται
η παρουσία, σωματική και συλλογική. Η έλλειψη
κάθε θρησκείας αληθινής νιώθεται.
Όχι ζωή, αλλά επιβίωση (λιγότερο ίσως ψυχρή
από τη ζωή και πιο εύθυμη), όπως στα ζώα
όταν στον αινιγματικό τους οργασμό, στην έξαψη
την απόλυτη, δεν υπάρχει άλλο πάθος πέρα
από αυτό της καθημερινής εκτέλεσης: ταπεινή
φλόγα στην οποία η ταπεινή αποκτήνωση μέρα
τη μέρα δίνει έναν πανηγυρικό τόνο. Όσο πιο κενή
είναι -σε αυτό το κενό της ιστορίας, σε αυτήν τη βοερή
παύση όπου η ζωή σιωπά- κάθε ιδεολογία κοινή
τόσο υψηλότερος μοιάζει, με μια αίγλη αλεξανδρινή,
ο λαμπρός σταφιδιασμένος αισθησιασμός,
που όλο μικραίνει και πρόστυχα ανάβει, όταν στη διπλανή
ζωή κάτι θραύεται κι αργοσέρνεται ο κόσμος,
στο λυκόφως, ξαναμπαίνοντας σε άδειες πλατείες σε θλιβερά
εργοστάσια... Ήδη ανάβουν οι λάμπες.
μετάφραση Ελένης Κοσμά,
εκδ. Οροπέδιο, 2016
Σχόλια