Herne Bay, Kent 1963, by David Hurn |
[1619]
Μη ξέροντας πότε θα 'ρθει η Αυγή,
Αφήνω κάθε Πόρτα ανοιχτή,
Είτε έχει Φτερά, σαν το Πουλί,
Είτε Κύματα, σαν την Ακτή -
[884]
Ένα Παντού από Ασήμι
Με τα Σχοινιά του από Άμμο
Για να κρατούν - μη σβήσει -
Το Ίχνος που λέγεται Στεριά.
[520]
Πήρα το Σκύλο μου κι έφυγα νωρίς -
Και πήγα να δω τη Θάλασσα -
Απ' το Βυθό οι Γοργόνες
Βγήκαν έξω να με δουν -
Και οι Φρεγάτες του Επάνω Ορόφου
Απλώσανε τα Χέρια τους - από Κάνναβι -
Με πέρασαν για Ποντικό -
Στη στεριά - πάνω στην Αμμουδιά -
Κανένας δε με συγκινούσε - ώσπου η Παλίρροια
Μπήκε στο φτωχό μου το Παπούτσι -
Ανέβηκε στην Ποδιά μου - ύστερα στη Ζώνη
Κι έφτασε ως το στήθος μου ψηλά -
Κι έκανε σαν να 'θελε να με κατασπαράξει -
Σαν να 'μουνα Δροσιάς σταγόνα
Σε μιας Πικραλίδας το Μανίκι -
Τότε κι εγώ άρχισα να τρέχω -
Κι Αυτή με πήρε στο κατόπι -
Ένοιωθα τ' Ασημένιο Της Τακούνι
Επάνω στον Αστράγαλό μου - Απ' τα Πέδιλά μου
Τότε, θα ξεχείλιζαν Μαργαριτάρια -
Αν δεν φτάναμε στην Πόλη -
Όπου φάνηκε δεν γνώριζε Κανέναν -
Η θάλασσα τότε απεσύρθη - με μια υπόκλιση
Κι ένα βλέμμα έντονο σε μένα -
[288]
Είμαι ο κανένας! Εσύ ποιος είσαι;
Είσαι ο κανένας, κι εσύ;
Τότε ταιριάζουμε τα δυο μας - μη μου πεις!
Θα μας εξορίσουν, ξέρεις.
Πόσο πληκτικό να είσαι κάποιος!
Πόσο κοινό, όπως ο βάτραχος
Να λες ολημερίς το όνομά σου - όσο κρατάει ο Ιούνης -
Σ' ένα βάλτο που σε θαυμάζει!
[308]
Δυο Ηλιοβασιλέματα στέλνω -
Η Μέρα κι εγώ - σ' αγώνα που βάλαμε-
Εγώ τελείωσα Δυο και κάμποσα Αστέρια -
Ενόσω Αυτή έφτιαχνε Ένα μοναχά -
Το δικό της πιο μεγάλο ήτανε - μα
Όπως έλεγα σε μια φίλη -
Το δικό μου πιο βολικό
Να το κουβαλάς στο Χέρι -
μετάφραση Κώστας Λάνταβος,
εκδόσεις Αρμός 2013
Σχόλια