Antonio Machado | Proverbios y Cantares

 

photo: CordonPress


Ι


Ποτέ μου δεν κυνήγησα τη φήμη
ούτε ν' αφήσω στων ανθρώπων τη μνήμη
το δικό μου τραγούδι·
εγώ αγαπώ τους κόσμους τους λεπτούς,
χωρίς βαρύτητα κι ευγενικούς
σαν φούσκες από σαπούνι.
Μ' αρέσει να τους βλέπω να λαμποκοπάνε
ήλιο και χρώμα κόκκινο, ύψος να παίρνουν
κάτω απ' τον γαλανό ουρανό, να τρέμουν
ξάφνου και να σπάνε.



III


Εκείνον που μας δικαιώνει την καχυποψία
τον ονομάζουμε εχθρό, κλέφτη μιας προσδοκίας.
Ο ηλίθιος ποτέ δε συγχωρεί αν βρει άδειο το καρύδι
που έδωσε για σπάσιμο στο δόντι της σοφίας.

 



ΧΙΙ


Μάτια που άνοιξαν στο φως
μια μέρα για να, μετά,
τυφλά στη γη στραφούν,
μπουχτισμένα που κοιτούν χωρίς να δουν!

 




XXX


Αυτός που ελπίζει απελπίζεται,
λέει μια ρήση λαϊκή.
Αλήθεια πόσο αληθής!

Η αλήθεια είναι αυτό που είναι,
και αλήθεια θα εξακολουθεί
ακόμα κι αν το ανάποδο σκεφτείς.

 



XXXI


Καρδιά, χθες ηχηρή,
πια δεν ακούγεται
η δεκάρα σου η χρυσή;
Ο κουμπαράς σου,
πριν τον σπάσει ο καιρός,
θα μείνει αδειανός;
Ας ελπίζουμε
πως δε θα γίνει
όπως γνωρίζουμε.

 

 

 

XLI


Καλό είναι που ξέρουμε πως τα ποτήρια
μάς χρησιμεύουν για να πίνουμε·
το κακό είναι που δεν ξέρουμε
σε τι χρησιμεύει η δίψα.




XLII


Λες ότι τίποτα δε χάνεται;
Αν τούτη η κούπα από κρύσταλλο
μού σπάσει, ποτέ σε αυτήν
δεν πρόκειται να πιω, εσαεί.

 




XLIII


Λες ότι τίποτα δε χάνεται,
κι ίσως σωστά μιλάς·
όμως εμείς τα χάνουμε όλα
κι όλα χάνουν εμάς.




[απόδοση των επιλεγμένων ποιημάτων: Μαρία Θεοφιλάκου]
*από την ενότητα «Παροιμίες και τραγούδια» 
της συλλογής «Πεδία της Καστίλλης», 1912



I

Nunca perseguí la gloria
ni dejar en la memoria
de los hombres mi canción;
yo amo los mundos sutiles,
ingrávidos y gentiles
como pompas de jabón.
Me gusta verlos pintarse
de sol y grana, volar
bajo el cielo azul, temblar
súbitamente y quebrarse. 


III

A quien nos justifica nuestra desconfianza
llamamos enemigo, ladrón de una esperanza.
Jamás perdona el necio si ve la nuez vacía
que dio a cascar al diente de la sabiduría. 


XII

¡Ojos que a luz se abrieron
un día para, después,
ciegos tornar a la tierra,
hartos de mirar sin ver! 


XXX

El que espera desespera,
dice la voz popular.
¡Qué verdad tan verdadera!

La verdad es lo que es,
y sigue siendo verdad
aunque se piense al revés. 

 

XXXI

Corazón, ayer sonoro,
¿ya no suena
tu monedilla de oro?
Tu alcancía,
antes que el tiempo la rompa,
¿se irá quedando vacía?
Confiemos
en que no será verdad
nada de lo que sabemos.


XLI

Bueno es saber que los vasos
nos sirven para beber;
lo malo es que no sabemos
para qué sirve la sed.

 

XLII

¿Dices que nada se pierde?
Si esta copa de cristal
se me rompe, nunca en ella
beberé, nunca jamás.

 

XLIII

Dices que nada se pierde,
y acaso dices verdad;
pero todo lo perdemos
y todo nos perderá.




 

 

 

 


 Antonio Machado
 1875-1939

 

 

Σχόλια