Θωμάς Τσαλαπάτης | Το ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ

Ποίημα ενός κακού ανθρώπου

 
«Τώρα, οι μέρες μου περνάνε ήρεμα και τη νύχτα κοιμάμαι αμέριμνος και βαθιά»

Τζακ Λόντον, Ο Φεγγαροπρόσωπος

 
Πρώτα της κόψαμε την καλημέρα.
Αργότερα της κόψαμε το κεφάλι.
Η Μαντάμ ντε Σταλ είχε ένα μεγάλο καπέλο,
τρεις γάτες και ένα καλάθι γεμάτο σαύρες που νυστάζουν.
Ήταν μία απ' αυτές τις γυναίκες,
τις στιβαρές γυναίκες,
τις γυναίκες με τις μεγάλες λεκάνες,
έτοιμη να γεννήσει μια λεγεώνα αγουροξυπνημένων,
έτοιμη να συγκρουστεί με τα τροχοφόρα,
βλέποντας τη λαμαρίνα τους να τσαλακώνεται
ενώ αυτή θα ξεφύγει με λίγες μονάχα γραντζουνιές
και ίσως ένα ελαφρό χαμόγελο ικανοποίησης.
Ζωή γεμάτη μουγκρητά, κάλους και σώμα.
Ω, ζωή, με τα μπράτσα σου κρεμασμένα,
άπλωσε στο πάτωμα τις πλαστικές σου σακούλες
πάνω τους τώρα θα περπατήσει
μια σιωπή στραβοκάνα,
την ώρα που κοιτάς, μόνο κοιτάς κι απλά κοιτάς.


Μα, πρώτα την καλημέρα
και αργότερα το κεφάλι.
Παλιά απειλή της νωπής μου αρχαιολογίας,
επιτέλους ξεμπερδεύω μαζί σου.
Αραιωμένο αίμα παλιά μου συγγένεια.
Παράλογε φόβε των παιδικών μου χρόνων και φόβε απόλυτε.
Επιτέλους αναγνωρίζω το μέτρο σου.
Επιτέλους μετράω την πτώση σου. 






Γίγαντες

στο γίγαντα
Τζον Κάκτο



   Ο κύριος Κρακ συνάντησε έναν γίγαντα 50 εκατοστών.
   -Δεν θα περάσεις, κύριε Κρακ, του είπε.
   Εκείνος δεν μίλησε, τρομαγμένος στάθηκε να τον κοιτάζει.
   -Δεν θα περάσεις γιατί σου φράζω το δρόμο, κύριε Κρακ.

    (Θα μπορούσα ίσως να αντισταθώ, αλλά, αλήθεια, ποιος τολμάει να τα βάλει με έναν γίγαντα; σκέφτηκε ο κύριος Κρακ. Ίσως να τον αιφνιδιάσω με μια γρήγορη κίνηση, ένα απότομο τίναγμα, ένα Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός. Φοβάμαι τους γίγαντες, πάντα φοβόμουν τους γίγαντες, σκέφτηκε ο κύριος Κρακ.)
    -Θέλω να σου εξομολογηθώ κάτι, κύριε Κρακ. Φαίνεσαι άνθρωπος που ξέρει πολλά και θέλει να μάθει ακόμα περισσότερα. (Σε αυτό το τελευταίο ο κύριος Κρακ είχε κάποιες αντιρρήσεις αλλά αποφάσισε να μη μιλήσει.)
    Ήμαστε μικροί, πολύ μικροί τότε. Μόλις 3 εκατοστά. Αχ, μέσα στο χώμα, η ζωή μέσα στο χώμα, μακριά από ψεύτικες ανέσεις, ανατομικές πολυθρόνες, ασφαλιστές, βουλωμένους νιπτήρες, σαββατιάτικες εξόδους.
    Την άνοιξη μαζεύαμε χορτάρια και τα βράζαμε. Το καλοκαίρι που τα χόρτα ξεραίνονταν μαζεύαμε χώμα και το βράζαμε (δεν το τρώγαμε, απλώς το βράζαμε.) Το χειμώνα στην πόλη τρώγαμε τσιμέντο. Στη γεύση μάλλον μοιάζει με το χώμα, αλλά είναι λίγο πιο βαρύ στη χώνεψη. Το φθινόπωρο δεν τρώγαμε τίποτα. Το τίποτα είναι ελαφρύ στη χώνεψη, αλλά κολλάει στα δόντια.
    Μια μέρα, ξαφνικά μεγαλώσαμε. Αυτοί που μας υποσχέθηκαν πως δεν θα πληγωθούμε είπανε ψέματα. Από τότε, όποτε βλέπουμε μυρμήγκια, τα λιώνουμε με τους αντίχειρες μας. Ο φθόνος οδηγεί τις κινήσεις μας.
   Ο γίγαντας σε αυτό το σημείο σώπασε μελαγχολικός. Συνέχισε μετά από λίγο:
   -Τώρα μπορείς να περάσεις, κύριε Κρακ.
   του είπε, ανοίγοντάς του το δρόμο.






Το κουτί

 
   Έχω ένα μικρό κουτί που πάντα μέσα του κάποιον σφάζουν.
   Λίγο πιο μεγάλο από κουτί παπουτσιών. Λίγο πιο άχαρο από κουτί με πούρα. Δεν ξέρω ποιος, δεν ξέρω ποιον, μα κάποιον σφάζουν. Και ήχος δεν ακούγεται (εκτός από τις φορές που ακούγεται). Το τοποθετώ στη βιβλιοθήκη, στο τραπέζι όταν θέλω να περνώ τις ώρες μου κοιτάζοντάς το, μακριά από τα παράθυρα να μην το κιτρινίσει ο ήλιος, κάτω από το κρεβάτι μου όταν θέλω να νιώσω άτακτος. Μέσα του κάποιον σφάζουν, ακόμη κι όταν στο σπίτι μας έχουμε γιορτή, ακόμα και την Κυριακή, ακόμα και όταν βρέχει.
   Όταν βρήκα το κουτί -δε θα πω πώς, δε θα πω πού-, το έφερα με ικανοποίηση σπίτι. Την ώρα εκείνη νόμιζα πως θα άκουγα τον ήχο της θάλασσας. Όμως, εκεί μέσα γίνονται σφαγές.
   Άρχισε να με αρρωσταίνει η φασαρία, η γνώση των συμβάντων, τα γεγονότα μέσα στο κουτί. Η παρουσία του άρχισε να με αρρωσταίνει. Έπρεπε να δράσω, να απελευθερωθώ, να ηρεμήσω, να κάνω ένα μπάνιο. Αποφάσεις έπρεπε να παρθούν. 
   Έτσι, το ταχυδρόμησα σε έναν φίλο· έναν φίλο που έχω μόνο για να του κάνω δώρα. Τύλιξα το κουτί με αθώο πολύχρωμο χαρτόνι, έδεσα το χαρτόνι με αθώα πολύχρωμη κορδέλα. Μέσα στο κουτί με τα γράμματα υπάρχει ένα κουτί και μέσα στο κουτί αυτό κάποιον σφάζουν. Στο γραμματοκιβώτιο περιμένει να φτάσει στα χέρια ενός φίλου. Μια φιλία που συντηρώ απλώς για να κάνω δώρα.



*από τη συλλογή του Θωμά Τσαλαπάτη
«Το ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ»,
εκδόσεις Εκάτη (1η έκδοση Δεκέμβριος 2011)

 
 

Θωμάς Τσαλαπάτης

 

Ο Θωμάς Τσαλαπάτης γεννήθηκε το 1984 στην Αθήνα. Σπούδασε στο τμήμα Θεατρικών Σπουδών της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Είναι ποιητής, θεατρικός συγγραφέας & κριτικός λογοτεχνίας (εφημερίδες "Εποχή" και "Εφημερίδα των Συντακτών"). Το 2007 έγραψε και συν-σκηνοθέτησε το θεατρικό έργο "Όλα τα ρολόγια της πόλης ή ο γέρος και η φωτοτυπία". Από το 2009 έως το 2013 ασχολήθηκε με τη Stand Up Comedy, ανεβάζοντας παραστάσεις όπως "Ο Μαρκήσιος Ντε Σαντ για παιδιά" και "Αυνανισμός και μισαλλοδοξία: μια ιστορία έρωτα και Stand Up", σε συναυλιακούς χώρους, θέατρα, μπαρ, φεστιβάλ, καταλήψεις, κλπ. Το πρώτο του βιβλίο ποίησης, "Το ξημέρωμα είναι σφαγή Κύριε Κρακ" (Εκάτη, 2011), βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα (από κοινού με τη συλλογή "Ιπποκράτους 15" του Θωμά Ιωάννου). Ακολούθησε η συλλογή "Άλμπα" (Εκάτη, 2015), που εκδόθηκε το 2017 στη Γαλλία σε μετάφραση της Nicole Chaperon (δίγλωσση έκδοση, Editions Desmos - Le Lien), διασκευάστηκε για το θέατρο και παραστάθηκε στο Ίδρυμα Μ. Κακογιάννης. Το 2017 εξέδωσε τα θεατρικά κείμενα "Πνιγμός/Ανκόρ" (εκδ. Μωβ Σκίουρος), μια παραγγελία του Θ. Τερζόπουλου για το Θέατρο Άττις. Από τις εκδόσεις Εκάτη κυκλοφορεί ένα βιβλίο ποιημάτων του W.B. Yeats που μετέφρασε από τα αγγλικά μαζί με τον Μιχάλη Παπαντωνόπουλο.
Τον Μάιο του 2018 κέρδισε το πρώτο βραβείο στην κατηγορία της ποίησης του Premio InediTO - Colline di Torino για την ανέκδοτη ποιητική ενότητα "Περιστατικά" Circostanze σε μετάφραση στα Ιταλικά της Viviana Sebastio.
Το σύνολο των κειμένων του περιλαμβάνονται στο ιστολόγιο "Groucho Marxism" (http://tsalapatis.blogspot.com).



Σχόλια