photo by Alex Webb - Pilsen. Chicago. USA. © Alex Webb | Magnum Photos |
Bass beat
ας μη μιλάμε για χρυσάνθεμα
σ΄ αυτή την πόλη που τη ρήμαξε η βροχή
οι σκελετοί αραδιασμένοι στο πεζοδρόμιο
μου γνέφουν οτοστόπ
κόβουν στα δυο το φωτοστέφανο
των μπροστινών μου φαναριών τι κι αν τους καταγγείλω
για ελλιπή οδοντοστοιχία
για ιστορίες που δεν είχαν μέλλον
το χαμόγελό τους πλατύ και αφιλοκερδές
τα χέρια τους θερισμένα απ΄ τον καρπό
θυμούνται μόνο αυτά που άγγιξαν
*από τη συλλογή
«Ηλιακό ποδήλατο»,
εκδ. Μεταίχμιο, 2003
Capitis Diminutio Maxima
ας μην τα ρίχνουμε όλα στο φεγγάρι
κάποτε φυσάει άνεμος των τρελών
αποβροχάρης (ως ελέχθη)
και τότε ανοίγουν οι πυλώνες
στις παλαιές ξυλογραφίες
κι οι άγγελοι στις τέσσερις γωνιές
σαλπίζουν ανεπιστρεπτί
το σιωπητήριο του φωτός
σ’ αυτό το δρόμο
το χαρτί είναι ψυχρό σα χιόνι
ξεχασμένο στη σιωπή του
μάταια προσπαθούμε να διαβάσουμε
τα κλειστά παντζούρια
τις ταμπέλες των μαγαζιών
με τα μισά τους γράμματα σβησμένα
τα προσωπεία στους τοίχους
άδεια από γέλιο
ένα χέρι τεντωμένο στο γιατί
κάπου ακούγεται ένα βιολί
σκεπασμένο μ’ αγριόχορτα
θα περάσει λοιπόν ο ζητιάνος
που φόραγε γυαλιά συρμάτινα
κρατώντας ένα βιβλίο
με αποφόρια ποιημάτων
*από τη συλλογή «Προς Ρωμαίους»
*πηγή ποιημάτων:
Βιργινία W.
ήρθε τυλιγμένη σε γύρη πεύκων;
σε συναθροίσεις υδάτων;
σε γλώσσες πυρσών;
σε γλώσσες πυρσών;
παρακαλώ όχι μελό
όχι ήμαρτον θε μου
απλούστατα
φορώντας αέρινα espardilhos
βαδίζει γυμνή στα σπάρτα
μ’ έναν μικρό τρυποφράχτη
στο μαντολίνο της
Αποτύπωμα
όχι ήμαρτον θε μου
απλούστατα
φορώντας αέρινα espardilhos
βαδίζει γυμνή στα σπάρτα
μ’ έναν μικρό τρυποφράχτη
στο μαντολίνο της
Αποτύπωμα
αναδύθηκε
τα μαλλιά της έσταζαν φεγγάρι
κρατούσε
δυο φτερά τυλιγμένα σε σελοφάν
ποιος θα με φροντίσει
είπε
τόσα μηνύματα στέλνει η σιγανή βροχή
κι ο άνεμος γραφει κάθε μέρα
στο πρόσωπό μου
είμαι ένα συναξάρι
είμαι η βαϊοφόρος
είμαι η γραφή πάνω στην άμμο
που δεν πρόλαβες να διαβάσεις
συναντηθήκαμε
στον αυτοκινητόδρομο
μάταια ψάχνοντας για το μοτέλ
ή για τα μάτια μιας γάτας
μέσα στο σκοτάδι
ποιος θα σε φροντίσει είπε
σε λίγο ξημερώνει
θα χαθούμε
έλαβα σε σφραγισμένο φάκελο
τρία σφυρίγματα ατμομηχανής
ένα εναρκτήριο λάκτισμα ταξιδιού
στον απέναντι κήπο οι νεραντζιές
αναπέμπουν άνοιξη παλαιών βιβλίων
ένα σκιάχτρο κάνει το σημείο του σταυρού
από την ΄Ερση έμεινε μόνο
το φεγγαρόφωτο των γονάτων της
ανεβαίνοντας σε τρένο ασπόνδυλο
περιμένω το κουδούνι της πόρτας επί ματαίω
ούτε υπόνοια ρομαντικής βελγίδος οικοκυράς
με προορισμό Λιβόρνο Μπρέσια Λίμνη Κόμο
στο υπαίθριο στοκάδικο
πωλούνται κούκλες με μυρουδιά χόρτου
τα τσιγάρα τους λάμπουν σαν τα μάτια της γάτας
η Έρση στέκεται ανάμεσα σε δυο σειρές όνειρα
υποκλίνεται χαμογελά με μπλε χείλη
ύστερα φυσάει απαλά σβήνει τον καθρέφτη
Βασίλης Πολύζος
τα μαλλιά της έσταζαν φεγγάρι
κρατούσε
δυο φτερά τυλιγμένα σε σελοφάν
ποιος θα με φροντίσει
είπε
τόσα μηνύματα στέλνει η σιγανή βροχή
κι ο άνεμος γραφει κάθε μέρα
στο πρόσωπό μου
είμαι ένα συναξάρι
είμαι η βαϊοφόρος
είμαι η γραφή πάνω στην άμμο
που δεν πρόλαβες να διαβάσεις
συναντηθήκαμε
στον αυτοκινητόδρομο
μάταια ψάχνοντας για το μοτέλ
ή για τα μάτια μιας γάτας
μέσα στο σκοτάδι
ποιος θα σε φροντίσει είπε
σε λίγο ξημερώνει
θα χαθούμε
*από τη συλλογή «Κρεολή Σελήνη»,
εκδ. Απόπειρα 2010
ασταθής ισορροπία
Αιμίλιος
ο Αναχωρητής
από την πόλη αυτή
στην έρημο
στη γη
της θεσπισμένης
άμμου
στη χώρα
της λιθοτριψίας
Αιμίλιος
ένα δέντρο μουσικό
παίζοντας
μαντολίνο τον αγέρα
παίζοντας τη βροχή
βιόλα ντα γκάμπα
παίζοντας
ντραμς
την καταιγίδα
Αιμίλιος
the Cartoon
δεντρίτης
και
στυλίτης
ένα χειρόγραφο
με φλύαρες σιωπές
με περιλήψεις
άδειων ουρανών
Αιμίλιος
ο Ακριδοφάγος
τεσσαρακονθήμερος
βρέφος
σαράντα ημερών
στην έρημο
ψαύει
τον έναστρο λαιμό του
με κοφτερό
μαχαίρι.
*πηγή ποιήματος:
(το ιστολόγιο του ποιητή)
Έρση
έλαβα σε σφραγισμένο φάκελο
τρία σφυρίγματα ατμομηχανής
ένα εναρκτήριο λάκτισμα ταξιδιού
στον απέναντι κήπο οι νεραντζιές
αναπέμπουν άνοιξη παλαιών βιβλίων
ένα σκιάχτρο κάνει το σημείο του σταυρού
από την ΄Ερση έμεινε μόνο
το φεγγαρόφωτο των γονάτων της
ανεβαίνοντας σε τρένο ασπόνδυλο
περιμένω το κουδούνι της πόρτας επί ματαίω
ούτε υπόνοια ρομαντικής βελγίδος οικοκυράς
με προορισμό Λιβόρνο Μπρέσια Λίμνη Κόμο
στο υπαίθριο στοκάδικο
πωλούνται κούκλες με μυρουδιά χόρτου
τα τσιγάρα τους λάμπουν σαν τα μάτια της γάτας
η Έρση στέκεται ανάμεσα σε δυο σειρές όνειρα
υποκλίνεται χαμογελά με μπλε χείλη
ύστερα φυσάει απαλά σβήνει τον καθρέφτη
*από τη συλλογή
«Μια δεύτερη ανάγνωση του ποιητή Κ*
και άλλα αμφίδρομα»,
εκδ. Απόπειρα 2008
Βασίλης Πολύζος
Σχόλια