Λου Κιανγκ Τσέου | Θέατρο Σκιών (μτφ. Πιερ Μπεττενκούρ)



ΤΗΣ ΕΛΕΓΑ: «Μην έχεις εμπιστοσύνη.
Το δωμάτιο είναι μικρό. Μόλις
χωθούμε μέσα κι οι δυο μας, ο ένας πλάι
στον άλλο, θ' αρχίσω να φουσκώνω, να
φουσκώνω τόσο δυνατά που το δωμάτιο
θα γεμίσει ολόκληρο. Θα είσαι εκεί,
σφηνωμένη ανάμεσα στον τοίχο
και σ' εμένα, σαν κάποιος που πνίγεται.
Θ' αρχίσεις να φωνάζεις. Μα θα 'ναι
πολύ αργά για σένα, για μας. Δε θα ξα-
ναβγώ πια από δω. Ο σπιτονοικοκύρης
θ' αναγκαστεί να γκρεμίσει τα ντουβάρια
για να ξαναποχτήσει το δωμάτιο».
Μου είπε: «Τι πειράζει. Θα δούμε».


         *  *  *


Ο ΣΟΦΟΣ ονειρεύεται στην άκρη του
δρόμου. Η δύναμη του ονείρου
μπορεί να κάνει να ξεπροβάλει ένα δέν-
τρο, ένας βασιλιάς, μια γυναίκα, μια
χίμαιρα. Και το δέντρο κι ο βασιλιάς και
η χίμαιρα περνούν, περνούν σ' αυτή τη
σκηνογραφία που ονομάζεται ζωή. Και
εξαφανίζονται. Ο σοφός ονειρεύεται
στην άκρη του δρόμου. Δε θα περάσει
όποιος θέλει απ' το δρόμο του.


         *  *  *


Μ' ΕΝΑ ΨΙΛΟ πινέλο από τρίχα νυφί-
τσας, ο Δάσκαλος γράφει σε ωραίο
μεταξωτό χαρτί ένα ρητό. Τα ρητά
στεγνώνουν πάνω στον τοίχο. Από πολύ
μακριά έρχονται οι άνθρωποι να ζητή-
σουν τη συμβουλή του. Απιθώνουν
τα δώρα τους σ' ένα τεζάκι. Τότε ο Δά-
σκαλος, μ' ένα μακρύ καλάμι, κάνει
νόημα σ' ένα βοηθό του να ξεκρεμάσει
αυτό ή εκείνο το γνωμικό. Οι πιο πολλοί
δεν ξέρουν να διαβάζουν μα τους
φτάνει να το φοράνε απάνω τους σαν
φυλαχτό. Εγώ όμως είχα την περιέργεια
κι έβαλα να μου διαβάσουν το δικό μου.
Να τι έγραφε: «Η ζωή δεν είναι φτιαγμέ-
νη για σένα. Μην ξαναγυρίσεις ποτέ».


         *  *  *


Η ΕΜΠΟΡΙΣΣΑ σού απλώνει ένα δίσκο
όπου βρίσκονται αραδιασμένα έξι τε-
τράγωνα γλυκίσματα. Εσύ όμως της
δείχνεις με το δάχτυλο τον άλλο δίσκο
όπου είναι αραδιασμένα άλλα έξι τε-
τράγωνα γλυκίσματα. Η εμπόρισσα
σε φοβάται λιγάκι. Μπορεί να είσαι κά-
ποιος αρχιλήσταρχος, κι αυτή νιώθει
σαν ένα εύθραυστο κορίτσι που δε θα
βάραινε καθόλου μέσα στο χέρι του.
Τα γλυκά είναι στη θέση τους, δόξα
τω Θεώ.


         *  *  *


ΑΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ ψήνει κάστανα στο
πεζοδρόμιο. Τέσσερις άντρες, ο
ένας πίσω από τον άλλο, περιμένου-
νε. Δε θα μπορέσουν να την ακολουθή-
σουν μέσα στο σπίτι προτού να πουλη-
θούν τα κάστανα. Εξαρτώνται απ' τα
παιδιά που βγαίνουν από το σχολείο,
από μερικούς διαβάτες που πάνε με το
πάσο τους, απ' τη βροχή που μπορεί
να ξεσπάσει. Περιμένουν.



ΔΕΝ ΘΑ ΔΟΥΜΕ ποτέ το κεφάλι της
γκαμήλας. Πάντα βρισκόμαστε απ'
τη μεριά που δεν μπορεί να δει κανείς
το κεφάλι της. Τη μια, το κρύβει ένας
χαμάλης με το κοντάρι του στον ώμο
απ' όπου κρέμεται το δέμα, την άλλη,
μια γυναίκα με την ομπρέλα της. Αρ-
κεί βέβαια να περιμένουμε, ώσπου να
μετακινηθεί. Περιμένουμε. Μα η γκα-
μήλα ξεμακραίνοντας δείχνει μονάχα
τ' αχαμνά καπούλια της, απ' όπου ξεπε-
τιέται μια ουρά που ξεσκονίζει τον αέ-
ρα. Ούτε και σήμερα πάλι θα το δούμε.


         *  *  *


ΑΠΟ ΤΡΙΑ ΝΗΜΑΤΑ πλεγμένα μαζί,
θα φτιάξουμε ένα ωραίο σκοινί. Να
το κάνουμε τι; Θα δούμε. Δε φαντά-
ζεσαι τι σιγουριά νιώθεις έχοντας μια
ωραία κουλούρα σκοινί καλοτυλιγμένη
στο πόδι του κρεβατιού σου.

από το βιβλίο "Θέατρο Σκιών", 
εκδόσεις στιγμή, 2001


Λου-Κιανγκ-Τσέου


*μετάφραση: Πιερ Μπεττενκούρ
*απόδοση: Ε. Χ. Γονατάς



Σχόλια