Βασιλίσσης Σοφίας, τέλη δεκαετίας '70
Κατόπιν, αφού την έδεσαν αμφότεροι εις τρεις καρέκλας ηνωμένας, και
παραμείνας μόνος ο αρχιβασανιστής ο επιλεγόμενος «Μήτσος ο επιλοχίας»,
εκτύπησε ανηλεώς τα πέλματά της με ρόπαλο. Της κατεβίβασεν το πατελόνιον,
της απέσπα τρίχας εκ του εφηβαίου και ακολούθως της εμάλαξε τα στήθη επί
τοσούτον ισχυρώς ώστε η παθούσα να καταθέτη ότι «τραβούσε να τα αποσπάση».
Προσέτι δε, γνωρίζομεν υμίν, ότι ο εν λόγω Μήτσος παρέμεινεν άγνωστος.
Βούλευμα Πλημμελειοδικών
Από τη δίκη των βασανιστών
14.7.75
Ο Μήτσος πήρε τη βαλίτσα του που είχε χαθεί
στο πρακτορείο λεωφορείων Πρεβέζης. Ήσυχα και μοναχικά.
Ύστερα μπήκε στην Αθήνα, Κυριακή απόγευμα,
τόσο απλά και τόσο αθόρυβα, να σπουδάσει ηλεκτρονικός.
Πέρασε δίπλα από κλειστές μάντρες υλικών οικοδομής
στην Ιερά Οδό, από χαλασμένα φορτηγά, τρίκυκλα
και κλειστά μηχανουργεία στο Αιγάλεω.
Ο Μήτσος είδε από μακριά την Πεντέλη, τον Κεραμεικό...
Αυτή είναι η Αθήνα, είπε. Πέρασε από την έρημη Ομόνοια.
Είδε έναν πατριώτη του φαντάρο. Έκανε πως δεν τον πρόσεξε.
«Ρε συ, εσύ δεν είσαι ο Μήτσος!»
Και ο Μήτσος απάντησε «όχι»
σκεπτόμενος πράγματα πολύ συγκεχυμένα,
όπως τα παιδικά ξυπόλυτα χρόνια του
με αυτιά γαϊδάρου στο χωριό
καθώς και εκείνη τη Στέλλα από τη Βέροια που την αγάπησε
και εντούτοις παντρεύτηκε ζωέμπορο στη Λιβαδειά.
Αυτή είναι η Αθήνα, ξαναείπε ο Μήτσος.
Έφαγε μακαρονάδα το βράδυ
σε ψητοπωλείο της οδού Βερανζέρου - έκανε βόλτα.
Τη νύχτα κοιμήθηκε στο ξενοδοχείο «Ωραία Ήπειρος»
της οδού Μενάνδρου.
Γιώργος Μαρκόπουλος
(από τη συλλογή Οι Πυροτεχνουργοί, Τραμ, Θεσσαλονίκη 1979)
Ο κουλουρτζής - Μοναστηράκι γύρω στο 1986 |
Ένα ποίημα έλεγε
πως γνωρίζει ένα ποίημα
που γνωρίζει τον Μήτσο
Λοιπόν γύριζε δήθεν άσκοπα του ποιήματός μου ο ήρωας, φοιτητής επί δικτατορίας ας υποθέσουμε, τότε αντιστασιακός οργανωμένος έστω, σαραντάρης σήμερα με φαλακρίτσα χτένιζε την Ομόνοια σε σαφάρι και δεν είχα τι να τόνε κάνω. Όμως εκείνος ήτανε μέσα στο μυαλό μου κι ήξερε καλά όλους τους ήρωες ποιημάτων που με συγκινούν, γι΄αυτό - κι όχι μονάχα - το θυμήθηκε το πατριωτάκι του τον Μήτσο σαν τον είδε απέναντι στο σουβλατζίδικο, τον «Μήτσο τον επιλοχία», τον έρμο και το σκοτεινό βασανιστή, ξέμπαρκο και που χάζευε πικρά στου Γ.Μ. το ποίημα· θυμήθηκε όμως και το ξύλο και τις μελανιές αλλά ιδίως το πώς τον είχε ο Μήτσος, δαγκώνοντας τη γόπα του σαν μπράτσο, κοιτάξει τότε, καθώς έβγαινε από την Ασφάλεια Μπουμπουλίνας, μα κι ο δικός μου πώς ότι τάχα δεν κατάλαβε,
όμως τώρα, ήταν το θάρρος του πρώην θύματος, ήταν το απάνω χέρι του δημοκράτη νικητή, θες το gay movement, θες κι οι ενοχές του Μήτσου που προεξόφλησε αστραπιαία, «Ρε συ, εσύ δεν είσαι ο Μήτσος;» φώναξε, μα εκείνος έκανε και δεν είδε και δεν άκουσε, χάθηκε βλάχος σκοτεινός κασκέτο ντροπιασμένο της στοάς μέσα σε υδρόγεια σύννεφα ντονέρ.
«Κρίμα που δεν μπορούμε να τα βρούμε ούτε στα ποιήματα», κατέβασε τα μάτια ο ήρωας μου· ταμείο και κόβοντας ένα ουρητήριο «Καυτή σάρκα» σινέ-Σταρ, έτοιμος πάλι για πολύ πιο προσγειωμένες περιπέτειες, «Άσε τους ποιητές, αναλογίστηκε, να πληρώνουνε πάντα τα σπασμένα».
Γιάννης Βαρβέρης
(από τη συλλογή Πιάνο Βυθού, ύψιλον/βιβλία, 1991)
Σχόλια