«Ο ποιητής στη Νέα Υόρκη» |
(Νοτούρνο της Γέφυρας του Μπρούκλυν)
Δεν κοιμάται κανείς στον ουρανό. Κανείς, κανείς.
Δεν κοιμάται κανείς.
Τα πλάσματα του φεγγαριού οσφραίνονται και γυροφέρνουν τα θαλάμια τους.
Θα 'ρθουνε σαύρες μεγαλόσχημες να τραγανίσουν ζωντανούς όσους δεν ονειρεύονται
κι εκείνος που πάει να ξεφύγει με την καρδιά του ρημαγμένη θα συναντήσει στις στροφές
τον αδιανόητο κροκόδειλο ασάλευτον κάτω απ' την τρυφερή διαμαρτυρία των άστρων.
Δεν κοιμάται κανείς μέσα στον κόσμο. Κανείς, κανείς.
Δεν κοιμάται κανείς.
Υπάρχει ένας νεκρός στο κοιμητήρι το πιο απομακρυσμένο
που κλαψουρίζει τρία χρόνια
γιατί έχει ένα ξεροτόπι πάνω στο γόνατό του·
και ο μικρός που θάψανε ετούτο το πρωί έσκουζε τόσο
που έπρεπε να τονε φοβερίσουνε με σκυλιά για να σωπάσει.
Δεν είναι όνειρο η ζωή. Αγρύπνια! Αγρύπνια! Αγρύπνια!
Κουτρουβαλάμε τα σκαλιά για να χάψουμε το νωτισμένο χώμα
ή σκαρφαλώνουμε στην κόψη του χιονιού μαζί με τις φωνές απ' τις νεκρές ντάλιες.
Αλλά δεν είναι λήθη, ούτε ύπνος:
σάρκα σπαρταριστή. Τα φιλιά δένουν τα στόματα
σε μία λόχμη από φλέβες νέες
και αυτόν που πονάει ο πόνος του θα τον πονάει αδιάκοπα
και αυτός που τον θάνατο φοβάται επάνω στους ώμους του θα τονε φέρει.
Μια μέρα
τα άλογα θα ζούνε στις ταβέρνες
και τα μυρμήγκια αγριεμένα
θα εισβάλλουνε στους κίτρινους ουρανούς που βρίσκουν καταφύγιο στους οφθαλμούς
των αγελάδων.
Άλλην ημέρα
θα δούμε την ανάσταση των νεκρωμένων πεταλούδων
κι ακόμα προχωρώντας μέσα σε ένα σκηνικό από σφουγγάρια γκρίζα και πλοία βουβά,
θα δούμε το δαχτυλίδι μας να λάμπει και ρόδα να ξεχύνονται απ' τη γλώσσα μας.
Αγρύπνια! Αγρύπνια! Αγρύπνια!
Αυτούς που κρατούν ακόμη χνάρια από τις πατημασιές των ονύχων και τη νεροποντή,
αυτό το αγόρι που κλαίει γιατί αγνοεί το εφεύρημα του γεφυριού
ή αυτόν τον πεθαμένο που πια δεν έχει παρά την κεφαλή του και το 'να του παπούτσι,
πρέπει να τους φέρουμε στο τείχος όπου οι σαύρες και τα ερπετά προσμένουν,
όπου προσμένουν τα δόντια της αρκούδας,
όπου προσμένει το ταριχευμένο χέρι του μικρού
κι όπου το δέρμα της καμήλας ορθώνεται μ' ένα γαλαζωπό βίαιο ρίγος.
Δεν κοιμάται κανείς στον ουρανό. Κανείς. Κανείς.
Δεν κοιμάται κανείς.
Αλλά αν κάποιος κλείνει τα βλέφαρά του,
στρώστε τον με βιτσιές, παιδιά μου, στρώστε τον με βιτσιές!
Ας γίνει ένα πανόραμα από μάτια ανοιχτά
και πικρές πληγές μες στην πυρά.
Δεν κοιμάται κανείς μέσα στον κόσμο. Κανείς. Κανείς.
Το έχω ήδη πει.
Δεν κοιμάται κανείς.
Μα αν μες στη νύχτα κάποιος φυτρώσει παραπανίσια βρύα στους κροτάφους,
ανοίξτε τις καταπακτές ώστε να δει αυτός στο φως του φεγγαριού
τα ψεύτικα ποτήρια, το δηλητήριο και το κρανίο των θεάτρων.
*απόδοση: Μαρία Θεοφιλάκου
πρώτη δημοσίευση: Περιοδικό Ένεκεν,
Τεύχος 28ο, Απρίλιος-Ιούνιος 2013
Ciudad sin sueño
(Nocturno del Brooklyn Bridge)
No duerme nadie por el cielo. Nadie, nadie.
No duerme nadie.
Las criaturas de la luna huelen y rondan sus cabañas.
Vendrán las iguanas vivas a morder a los hombres que no sueñan
y el que huye con el corazón roto encontrará por las esquinas
al increíble cocodrilo quieto bajo la tierna protesta de los astros.
No duerme nadie por el mundo. Nadie, nadie.
No duerme nadie.
Hay un muerto en el cementerio más lejano
que se queja tres años
porque tiene un paisaje seco en la rodilla;
y el niño que enterraron esta mañana lloraba tanto
que hubo necesidad de llamar a los perros para que callase.
No es sueño la vida. ¡Alerta! ¡Alerta! ¡Alerta!
Nos caemos por las escaleras para comer la tierra húmeda
o subimos al filo de la nieve con el coro de las dalias muertas.
Pero no hay olvido, ni sueño:
carne viva. Los besos atan las bocas
en una maraña de venas recientes
y al que le duele su dolor le dolerá sin descanso
y al que teme la muerte la llevará sobre sus hombros.
Un día
los caballos vivirán en las tabernas
y las hormigas furiosas
atacarán los cielos amarillos que se refugian en los ojos de las vacas.
Otro día
veremos la resurrección de las mariposas disecadas
y aún andando por un paisaje de esponjas grises y barcos mudos
veremos brillar nuestro anillo y manar rosas de nuestra lengua.
¡Alerta! ¡Alerta! ¡Alerta!
A los que guardan todavía huellas de zarpa y aguacero,
a aquel muchacho que llora porque no sabe la invención del puente
o a aquel muerto que ya no tiene más que la cabeza y un zapato,
hay que llevarlos al muro donde iguanas y sierpes esperan,
donde espera la dentadura del oso,
donde espera la mano momificada del niño
y la piel del camello se eriza con un violento escalofrío azul.
No duerme nadie por el cielo. Nadie, nadie.
No duerme nadie.
Pero si alguien cierra los ojos,
¡azotadlo, hijos míos, azotadlo!
Haya un panorama de ojos abiertos
y amargas llagas encendidas.
No duerme nadie por el mundo. Nadie, nadie.
Ya lo he dicho.
No duerme nadie.
Pero si alguien tiene por la noche exceso de musgo en las sienes,
abrid los escotillones para que vea bajo la luna
las copas falsas, el veneno y la calavera de los teatros.
Federico García Lorca
1898 - 1936
_______________________________
Τα εμπνευσμένα εναγώνια ποιήματα του Λόρκα που εκδόθηκαν μετά τον θάνατό του ως «Ποιητής στη Νέα Υόρκη» (1940) είναι το αποτύπωμα του ταξιδιού του Λόρκα στη Νέα Υόρκη (1929-30), κατά το οποίο βίωσε και το χρηματιστηριακό κραχ του '29.
Για πάντα επηρεασμένος, ο Λόρκα τραγούδησε την πόλη που ποτέ δεν κοιμάται ως το αποκτηνωμένο σκηνικό όπου το ξημέρωμα αργεί. Την απελπισία μιας νύχτας χωρίς όνειρα. Την όμοια (αλλά όχι κοινή) μοίρα όσων ζουν την τερατώδη νύχτα αυτού του κόσμου.
(διασκευή από το σημείωμα της μετάφρασης στο περιοδικό Ένεκεν)
Σχόλια