Θεόδωρος Μπασιάκος | 7 ποιήματα

photo link


[ ΜΕ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ, ΞΑΝΑ ]
– ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ. –

Παραείμαι ίσως αψύς ως χαρακτήρας.
Η κουστουμιά του ποιητή
απάνω μου – σκέτη παραφωνία.
Καλά τα λέει ο Κρεμμύδας
στο προ-προτελευταίο τεύχος του «Μανδραγόρα».
Τους στίχους μου σκορπάω εδώ κι’ εκεί, στα καπηλειά
στον άνεμο
σ’ επιθεωρήσεις τέχνης
Κι’ ούτε που με νοιάζει κιόλας.
Είμαι ευχαριστημένος.
Απόψε φουμάρω μια καβαλίνα τρυφερή, ωραιότατη
κι’ απολαμβάνω αλύπητα το ηλιοβασίλεμα.
Μά την παναγία,
αυτή τη γη των προλετάριων πολύ την αγάπησα!
Εδώ λέω ν’ αφίσω τ’ αλήτικα κόκαλά μου!



[ ΕΝΑΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΜΠΑΣΙΑΚΟΣ. . . ]

Ουδεμία σχέση!
Εγώ είμαι ο ποιητής Μπασιάκος.
Κι’ από ’δώ, η κυρία γροθιά μου.
Συνεννοηθήκαμε πιστεύω.



[ΚΙ' ΕΙΠΕΝ Ο ΜΑΡΞ]

Κι’ είπεν ο Μαρξ:
Ν’ αλλάξουμε τον κόσμο
Κι’ είπεν ο Ρεμπώ:
Ν’ αλλάξουμε την ζωή.
Κι’ είπεν ο Λένιν:
Χτες ήταν νωρίς αύριο θάναι αργά
Κι’ είπαν οι χίπηδες στα Μάταλα:
Σήμερα είναι η ζωή το αύριο δεν έρχεται ποτέ
Κι’ είπεν ο Καζαντζίδης
– και ξανάπεν κι’ ο Πουλικάκος -:
Υ π ά ρ χ ω !
Κι’ είπεν ο Σίμος ο Υπαρξιστής:
Η κατάστασις είναι κρίσιμος αλλά όχι απελπιστική
Κι’ είπεν επίσης ο αυτός:
Εάν απελπισθείς μην απελπίζεσαι.

– Αυτοί οι παλιοί ξέραν τί λέγαν, να τους ακούτε τους παλιούς!







[ ΤΙ ΟΜΟΡΦΑ ΠΟΥ ΗΣΑΝ ΝΤΥΜΕΝΟΙ ΟΙ ΦΟΙΤΗΤΕΣ… ]

Και πώς βιαζόμουν να μεγαλώσω
φοιτητής κι’ εγώ να γίνω να φορώ
καμπάνα παντελόνι και τζάκετ μιλιτάρε και στις μάχες
να ρίχνομαι των δρόμων του δίκιου και της λεφτεριάς
κι’ όταν στη γειτονιά επιστρέφω
με μπαταρισμένο κεφάλι και κάνα-δυο πλευρά σπασμένα
απ’ τους μπάτσους γύρωθέ μου να μαζεύονται οι κοπελιές
κι’ εγώ να τις καθησυχάζω:
– Εντάξει, αγαπούλες μου, όλα καλά!
¡VENCEREMOS!
Τί όμορφα που ήσαν ντυμένοι οι φοιτητές…



[ ΓΕΙΑΧΑΡΑΝΤΑΝ, ΜΟΡΤΕΣ! ]

Ως γνωστόν, το πεπόνι παγώνει αλλά το παγόνι δεν πεπώνει.

Αυτά, επί τροχάδην, για να μου πάρει τρέχοντας ο αέρας το καπέλο
διότι δεν χρειάζομαι καπέλο εγώ – τί να το κάμω;



[ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΙΑΤΣΑ ΓΥΡΝΩ ΣΟΥΡΩΜΕΝΟΣ ]

– ένα ποίημα με σφύριγμα –

Εδώ ψιχαλίζει μια μουσικούλα τσίρκου
(εμβατήρια… ακκορντεόν…)

Στ’ ανθοπουλειά κάνω κεφάλι με κάτι φτηνά δυνατά αρώματα
που μου κερνάνε οι μόρτες.

Ψώνισα δυο τόπια φεγγάρι ανδαλουσιάνικο λαθραίο
για το αμόρε μου, φουστάνι να ράψει.

♪ ♫ ♬♫ ♪

Στραβά το καπελάκι μου κι’ αν κατά λάθος μου ισιώνει
έννοια σου, κιόλας πάλι το στράβωσα.



[ ΑΣΤΕΡΙ ΜΟΥ ]

Πόσο μάταια που καίει τ’ αστέρι…
Κανέναν δεν φωτάει
Κανείς δεν το κυττάζει
Μάταια λοιπόν καίει τ’ αστέρι;
Έτσι μάταια κι’ εγώ σπαταλιέμαι
Έτη κι’ έτη φωτός μακρυά σου
Για σένα –
Απλώς μοναχά ένα φως αχαμνό εκεί πάνω…;


Σημείωση του ποιητή:

Αυτό το τελευταίο, το «Αστέρι μου» 
είναι από τα πιο παλιά

κι’ ίσως τα πιο λυπητερά μου κομμάτια.
Αφιερωμένο, φυσικά, στην Μαριάνθη.





  Θεόδωρος Μπασιάκος


*περισσότερα γραπτά του ποιητή είναι διαθέσιμα στη Bibliotheque, που είναι και η πηγή αυτής της ανάρτησης

*ελεύθερη ανάγνωση της συλλογής του ποιητή "Κούκου Νιάου" στην Ανοιχτή Βιβλιοθήκη




Σχόλια