Ρέιμοντ Κάρβερ | τέσσερα ποιήματα



photo by Ernst Haas - New York 1973


Η Γρατζουνιά

Ξύπνησα με μια κηλίδα αίματος
πάνω απ’ το μάτι μου. Μια γρατζουνιά
όσο και το μισό μου κούτελο.
Αλλά κοιμάμαι μόνος αυτές τις μέρες.
Γιατί στα κομμάτια θα σήκωνε ένας άντρας το χέρι του
πάνω στον εαυτό του, ακόμα και στον ύπνο;
Είναι αυτήν και παρόμοιες ερωτήσεις
που προσπαθώ να απαντήσω σήμερα το πρωί.
Καθώς μελετάω το πρόσωπό μου στο παράθυρο.  




Πίνοντας Ενώ Οδηγώ

Είναι Αύγουστος και δεν έχω
Διαβάσει βιβλίο για έξι μήνες
εκτός από κάτι που το ‘λεγαν Η Υποχώρηση από τη Μόσχα
του Κολενκούρ
Παρόλα αυτά, είμαι ευχαριστημένος
Βολτάροντας σ’ ένα αμάξι με τον αδερφό μου
και πίνοντας από μισόλιτρο Όλντ Κρόου.
Δεν έχουμε κάποιο μέρος κατά νου να πάμε,
απλά οδηγούμε.
Αν έκλεινα τα μάτια μου για ένα λεπτό
θα ‘μουν χαμένος, πλην όμως
ευχαρίστως θα ξάπλωνα και θα κοιμόμουνα για πάντα
στην άκρη αυτού του δρόμου
Ο αδερφός μου με σκουντάει.
Όπου να ‘ναι τώρα, κάτι θα συμβεί.




Εκεί που Είχαν Ζήσει

Παντού όπου πήγε εκείνη τη μέρα περπάτησε
στο ίδιο του το παρελθόν. Κλώτσησε μέσα από στοίβες
αναμνήσεων. Κοίταξε μέσα από παράθυρα
που πια δεν του ανήκαν.
Δουλειά και φτώχεια και λειψά ρέστα.
Αυτές εκεί τις μέρες είχαν ζήσει κατά πώς το ‘θελαν,
αποφασισμένοι να είναι ανίκητοι.
Τίποτα δεν μπορούσε να τους σταματήσει. Όχι
για μεγάλο διάστημα.

                                                    Στο δωμάτιο του μοτέλ
εκείνη τη νύχτα, τις πρώτες πρωινές ώρες,
τράβηξε μια κουρτίνα. Είδε σύννεφα
μαζεμένα πάνω στο φεγγάρι. Έσκυψε
πιο κοντά ακόμα στο γυαλί. Κρύος αέρας πέρασε
μέσα κι έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
Σε αγάπησα, σκέφτηκε.
Σε αγάπησα πολύ.
Προτού να μην σε αγαπώ πια.




Το Ρεύμα

Αυτά τα ψάρια δεν έχουν μάτια
αυτά τα ασημένια ψάρια που έρχονται σε μένα μέσα σε όνειρα,
σκορπίζοντας τ’ αυγά και τα σπέρματα τους
στις τσέπες του μυαλού μου.

Αλλά είναι ένα που έρχεται
βαρύ, σημαδεμένο, σιωπηλό όπως τα υπόλοιπα,
που απλά κρατιέται ενάντια στο ρεύμα,

κλείνοντας το σκοτεινό του στόμα ενάντια
στο ρεύμα, κλείνοντας και ανοίγοντας
καθώς κρατάει στο ρεύμα. 




μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου


Ernst Haas, Reflection - 42nd Street, NY, 1952




The Scratch

I woke up with a spot of blood
over my eye. A scratch
halfway across my forehead.
But I'm sleeping alone these days.
Why on earth would a man raise his hand
against himself, even in sleep?
It's this and similar questions
I'm trying to answer this morning.
As I study my face in the window.




Drinking While Driving

It's August and I have not
Read a book in six months
except something called The Retreat from Moscow
by Caulaincourt
Nevertheless, I am happy
Riding in a car with my brother
and drinking from a pint of Old Crow.
We do not have any place in mind to go,
we are just driving.
If I closed my eyes for a minute
I would be lost, yet
I could gladly lie down and sleep forever
beside this road
My brother nudges me.
Any minute now, something will happen.




Where They’d Lived

Everywhere he went that day he walked
in his own past. Kicked through piles
of memories. Looked through windows
that no longer belonged to him.
Work and poverty and short change.
In those days they’d lived by their wills,
Determined to be invincible.
Nothing could stop them. Not
for the longest while.

                                     In the motel room
that night, in the early morning hours,
he opened a curtain. Saw clouds
banked against the moon. He leaned
closer to the glass. Cold air passed
through and put its hand over his heart.
I loved you, he thought.
Loved you well.
Before loving you no longer.




The Current

These fish have no eyes
these silver fish that come to me in dreams,
scattering their roe and milt
in the pockets of my brain.

But there's one that comes

heavy, scarred, silent like the rest,
that simply holds against the current,

closing its dark mouth against
the current, closing and opening
as it holds to the current.







   Raymond Carver
   1938-1988

Σχόλια