Μίμης Σουλιώτης | Βαθιά επιφάνεια

Elliott Erwitt - Athens 1976 (Magnum photos)

Κίρκη!

Φαντάσου, πεζοπορώντας στην οδό Ακαδημίας
με απροσανατόλιστα ποδάρια σαν τους περισσότερους,
να σου 'ρθει η Κίρκη στον εγκέφαλο· η θεά
της παιδικής ηλικίας που ορέχτηκε επανάδραση του μύθου.

Μας είδε που σερνόμασταν έτσι όπως σερνόμασταν
χωρίς καν άγγιγμα ραβδιού φτυστοί σύντροφοι,
γι' αυτό επανατροφοδοτήθηκε η θεά και ξεσήκωσε τις ομηρικές σκόνες
στα Αρχεία. Ξεσκονίζοντας μια γιγαντοαφίσα
στάθηκε στο πεζοδρόμιο σαν στημένη εκεί πριν από το πεζοδρόμιο,
και πριν απ' όλα τα κτίσματα του δρόμου,
ανάμεσα στα καυσαέρια και τους απασχολημένους
που γραπώνονταν από το ρούχο του πλησίον τους
για να προφτάσουν τον ηλεκτρικό ή να μην πέσουν.
Εκείνη τη μη αναστρέψιμη στιγμή
εγώ βάδιζα στα διάκενα του δημοκρατικού λαού μας
προς το τέλος του Εικοστού Αιώνα
και την αντίκρισα κατάματα, αλλά δε μπόρεσα ν' ακούσω τη φωνή της.
Θεά αυτή, θνητός εγώ αναμφισβήτητα
κι από τους δυο γονέους που με σπείραν στον Εμφύλιο,
επίγονος του Οδυσσέα με πιο πρώιμες οσφυαλγίες από κείνον,
ένιωσα τις γάμπες μου να φλοισβίζουν
από το μυθικό βλέμμα της: «Τι παιδιά θα κάνουμε,
θα μας βγουν ημίθεα και θα υποφέρουν στη ζωή τους·
παντρέψου καλύτερα τον Μάικλ Τζάκσον που κατάκτησε λεφτά και φήμη»
της λέω στύβοντας θάρρος από την πρωτοφόρετη καμπαρντίνα μου
με τα δυνατότερα χομφρεϊκά πέτα.
Εκείνη - που την τρέμιζε ο λογισμός μου - κοίταξε με ευρυγώνιο βλέμμα
που περιτύλιγε τους θνητούς ώμους μου
και χάιδευε το ραβδί με τ' άλλο χέρι (τι χέρι· έπιπλο)
σα φροϋδικό σύμβολο μεταφρασμένου συγγράματος.
Ταράχτηκα πιο πολύ κι έκανα να ξανανοίξω το στόμα μου,
αλλά επικέντρωσε το βλέμμα της σα να με ρωτούσε, Ναι ή Ου.
Είχε γείρει το κεφάλι μ' ένα χαμόγελο μυρίων αεροσυνοδών
και με μιαν όχι αλφαδιασμένη φράντζα, που τη ζαχάρωνα
παρότι από τις ναφθαλίνες. Οι λοβοί των αφτιών μου πρήστηκαν
από τα αίματα που μάρσαραν μες στις αρτηρίες, και με λυκαυγή βλέφαρα
έβλεπα το κορμί της που έρεε και συγχεόταν με το αραχνοΰφαντο
αρχαϊκό συνολάκι, όπου υπέθετες κι έρεβες. - Την πιο κρίσιμη στιγμή
της λέω «Μια στιγμούλα, να πεταχτώ να κάνω ένα τηλεφώνημα,
να πω να μη σε περιμένουν» κι έδειχνα με το χέρι
στ' αόριστα βάθη του δρόμου
πάνω από τα κινούμενα κεφάλια της ανθρωπότητας που περνοδιάβαινε.

Ε, εξαφανίστηκε, αυτό είταν. - Ώρες ώρες
μου πονάει το μυαλό από την αμφιβολία, είμαι άραγε
ή δεν είμαι ένας μίνιμουμ επίγονος του πολυμήχανου Οδυσσέα·
μήπως κατάντησα ένας τέως αλαφροΐσκιωτος στα ζεστά καυσαέρια
της οδού Ακαδημίας που ξελιγώνουν τις αισθήσεις,
ένας πραγματιστής με το ραβδί στο χέρι.




Απόψεις

- «Μα υπάρχουν οι πολύ βαθιές καταστάσεις,
που δεν μπορούν να εκφραστούν με λέξεις»
είπε η χορεύτρια
και έγινα έξαλλος.

- «Με την ίδια έννοια, υπάρχουν
και οι πολύ βαθιές φράσεις,
που δεν μπορούν να εκφραστούν με καταστάσεις»
της είπα κι έφυγα
αφήνοντας πίσω μου τη σωστή άποψη.





Αν πράγματι υπήρχε

Αν πράγματι υπήρχε ποιητής,
τότε η σύζυγός του δεν θα τον εξόντωνε
με το αντεπαναστατικό τάκλιν «Σήκω να στρώσω!»
και στη συνέχεια «Σήκω' τα πόδια σου, να σκουπίσω!»,
όπου τι να πρωτοβρίσει κανείς. - Αλλά
αν υπήρχε ποιητής κατά βάθος,
θα στένευαν τα μήκη και τα πλάτη
και θα εξαφανιζόντουσαν αύτανδροι και έντρομοι
οι ύποπτοι πόνοι στην ωμοπλάτη.




Περί ποιητικής, κβ'

Τελείωσαν τα μεγάλα ψέματα,
τα γενναιόδωρα συναισθήματα,
τα μεγαλειώδη λάθη.

Με κάθε ειλικρίνεια: αποψιλωθήκαμε,
φευγαλέες ατονικότητες,
πρόσωπα απισχνασμένα
από τον τρόπο που αξιοποιούμε την τεχνολογία.



* από τη συλλογή Βαθιά επιφάνεια, Κέδρος 1992



Μίμης Σουλιώτης
1949-2012




Σχόλια