Τα πρωινά Α΄
α
Ονομάζομαι
Ονομάζομαι Διοτίμα
κατοικώ στις παρυφές των πόλεων
μελετώ τα χαμόγελα των ανθρώπων
την γωνία του βλέμματος
ξεγέννησα την γυναίκα της διπλανής πόρτας
έσωσα ένα ερίφιο για σφαγή
και είμαι εγώ που άνοιξα το κουτί της Πανδώρας
ελευθέρωσα όλα τα του κόσμου αυτού
ύψωσα την σημαία της ομοζυγίας
και ανάθρεψα στο κόρφο μου φίδια και λύκους
αγαπημένα ζωντανά με θώπευαν και αυτά.
κατοικώ στις παρυφές των πόλεων
μελετώ τα χαμόγελα των ανθρώπων
την γωνία του βλέμματος
ξεγέννησα την γυναίκα της διπλανής πόρτας
έσωσα ένα ερίφιο για σφαγή
και είμαι εγώ που άνοιξα το κουτί της Πανδώρας
ελευθέρωσα όλα τα του κόσμου αυτού
ύψωσα την σημαία της ομοζυγίας
και ανάθρεψα στο κόρφο μου φίδια και λύκους
αγαπημένα ζωντανά με θώπευαν και αυτά.
β
Στα ζάρια
Ο δρόμος με τις λεύκες - δρόμος του χαμού-
Ήταν γεμάτος σιωπηλούς περιπατητές
Ανθρώπους σε παραλληλότητα με τα δένδρα
Εκείνος και εκείνη-
Δεν έβρισκαν αρκετό χώρο για το δικό τους περπάτημα
Αποφάσισαν να αναρριχηθούν στα δένδρα
μαγεμένοι από τα πολύκλωνα κλαδιά
Ήταν γεμάτος σιωπηλούς περιπατητές
Ανθρώπους σε παραλληλότητα με τα δένδρα
Εκείνος και εκείνη-
Δεν έβρισκαν αρκετό χώρο για το δικό τους περπάτημα
Αποφάσισαν να αναρριχηθούν στα δένδρα
μαγεμένοι από τα πολύκλωνα κλαδιά
Στο άπλωμα των δροσερών φυλλωμάτων
Ξέχασαν τον προορισμό τους και έμειναν εκεί
Ακρώρεια μιας επιθυμίας
Δύο πουλιά ταλαντεύονταν ανάμεσα σε δυο βουνά
Εσύ είπες:
Να γίνουμε ακάματα πουλιά
Να πετάξουμε
Ξέχασαν τον προορισμό τους και έμειναν εκεί
Ακρώρεια μιας επιθυμίας
Δύο πουλιά ταλαντεύονταν ανάμεσα σε δυο βουνά
Εσύ είπες:
Να γίνουμε ακάματα πουλιά
Να πετάξουμε
Θάνατος είναι η ζωή και η ζωή..
είναι Θάνατος
Άστο σου λέω ρίξτο στην τύχη
Ρίξε τα ζάρια είπα
και ακολούθησε τον αριθμό που θα σου βγει
και όσα δεν φαίνονται θα φανούν
Άστο σου λέω ρίξτο στην τύχη
Ρίξε τα ζάρια είπα
και ακολούθησε τον αριθμό που θα σου βγει
και όσα δεν φαίνονται θα φανούν
την στιγμή που θα
τα χρειάζεσαι.
Επίλογος
Επίλογος
Λέω εγώ:
Είμαι η αταξία που επιθυμεί την τάξη.
Δεν είμαι εγώ του δρόμου η επανάσταση
Εγώ μέσα στο στόμα του αγαπημένου
Θα φτύσω ό, τι επέμεινε από την χλαλοή του κόσμου
Είμαι η αταξία που επιθυμεί την τάξη.
Δεν είμαι εγώ του δρόμου η επανάσταση
Εγώ μέσα στο στόμα του αγαπημένου
Θα φτύσω ό, τι επέμεινε από την χλαλοή του κόσμου
γ
Φτηνό κρασί πίνω, στην υγειά σου,
και σου λέω:
και σου λέω:
Με το ίδιο σώμα πάμε σε ένα είδωλο,
με το ίδιο σώμα πάμε στην αγάπη.
με το ίδιο σώμα πάμε στην αγάπη.
Μου λες μη μιλάς για την αγάπη
και εγώ ανοίγω το πώμα από το μπουκάλι.
και εγώ ανοίγω το πώμα από το μπουκάλι.
Αθήνα- Κέα 2019
photo by Zoel Zimmer |
Επιτέλους
ο έρωτας
α
με ξύπνησε το φεγγάρι τραγουδώντας ένα σκοπό
με ξύπνησε το φεγγάρι τραγουδώντας ένα σκοπό
και
βρέθηκα στο σπίτι των γονιών μου
που το ποθούσα-μητέρα πατέρας- καβαλημένοι
και εγώ με την αναπνοή έξω απ το σώμα
ούτε ο ήλιος βγήκε την μέρα αυτή
γυμνή περπατούσα με πέλματα να πονούν
σε πισσαρισμένο δρόμο τέλος ξάπλωσα
και μια λαχτάρα με γραπώνει
β
Ο ήλιος καίει τις ρίζες
που το ποθούσα-μητέρα πατέρας- καβαλημένοι
και εγώ με την αναπνοή έξω απ το σώμα
ούτε ο ήλιος βγήκε την μέρα αυτή
γυμνή περπατούσα με πέλματα να πονούν
σε πισσαρισμένο δρόμο τέλος ξάπλωσα
και μια λαχτάρα με γραπώνει
β
Ο ήλιος καίει τις ρίζες
μακριά η ημερομηνία 401 π.χ
ο άνθρωπος γεννήθηκε με δυο πουλιά
ξερίζωσε το ένα
ελεύθερος αναζήτησε τ’ άλλα πουλιά
αυτά που πέταγαν αγαπούσε πιο πολύ
με χειρονομίες με πήρε ένα απ’ αυτά
και μ’ έβγαλε απ’ την λίμνη που κρυβόμουν
γ
ο άνθρωπος γεννήθηκε με δυο πουλιά
ξερίζωσε το ένα
ελεύθερος αναζήτησε τ’ άλλα πουλιά
αυτά που πέταγαν αγαπούσε πιο πολύ
με χειρονομίες με πήρε ένα απ’ αυτά
και μ’ έβγαλε απ’ την λίμνη που κρυβόμουν
γ
ένα παιδί πάντα στο όνειρο μέχρι το χάραμα/
σε σκουπιδότοπο το βρήκα/ σε μάντρα/
μέσα μου ήξερα/
δικό μου γέννημα ήταν/
μια τσιμπιά στο μπράτσο/
μέλισσα με συναισθήματα και βλέμμα ανθρώπου
λιγδιάρικο μωρό φώναξα και ξαναφώναξα/ και γλίστρησα/
φύγε από πάνω μου/ δεν σε αναγνωρίζω
δ
μέσα μου ήξερα/
δικό μου γέννημα ήταν/
μια τσιμπιά στο μπράτσο/
μέλισσα με συναισθήματα και βλέμμα ανθρώπου
λιγδιάρικο μωρό φώναξα και ξαναφώναξα/ και γλίστρησα/
φύγε από πάνω μου/ δεν σε αναγνωρίζω
δ
Ναυάγιο το ταξίδι
Και το κραταιό
φιλί ανύπαρκτο
Στεγνά τα χείλη και το κάθε τι
Σταφύλι και ρόγα κουκούτσι χυμός
Αναδύονται και ένα σώμα στο χώμα μπηγμένο
Αναφωνεί το υπέρτατο όχι
Νοσταλγία, νοσταλγία, νοσταλγία, φωνάζω
Τώρα η πόρτα ανοιχτή περάστε κόσμε
Στεγνά τα χείλη και το κάθε τι
Σταφύλι και ρόγα κουκούτσι χυμός
Αναδύονται και ένα σώμα στο χώμα μπηγμένο
Αναφωνεί το υπέρτατο όχι
Νοσταλγία, νοσταλγία, νοσταλγία, φωνάζω
Τώρα η πόρτα ανοιχτή περάστε κόσμε
[Πρώτη δημοσίευση]
Μαρία Πανούτσου
________________________
H Μαρία Πανούτσου γεννήθηκε στην Αθήνα
και υπηρετεί το θέατρο και την ποίηση από το 1979. Έζησε στην παιδική της
ηλικία στο Ιράκ, στην Κύπρο και στο Λίβανο. Σπούδασε μουσική, χορό, θέατρο,
ζωγραφική και φωτογραφία στην Ελλάδα, Αγγλία, Πολωνία. Τώρα ζει, εργάζεται και
μοιράζεται την ζωή της μεταξύ Αθήνας, Κέας και Λονδίνου. Παράλληλα με το
θέατρο και την τέχνη έχει εκδώσει 3 ποιητικές συλλογές, «ΚΑΛΕΣΜΑΤΑ», «SALUADER» και «ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΣΤΟ ΔΑΚΤΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ ή ΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕΙΣ ΕΝΟΣΑΝΔΡΑ ΑΠΟ
ΤΟ CITY» που έχουν
εξαντληθεί και ετοιμάζει την έκδοση της νέας ποιητικής συλλογής με τίτλο «Η ΠΟΛΗ».
Σχόλια