ΤΟ ΤΡΙΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ
Με κυνηγάει πάντα στον ύπνο μου το τρίτο παράθυρο
ένα μάτι ανελέητο κι εμείς
κόκκινα κι άσπρα πιόνια στη λέσχη των τραπεζικών·
είναι το ίδιο φωτάκι που καίει στην πολύβουη Αθήνα
για μια νύχτα μονάχα, την άνοιξη, «φθερεί αυτόν ο Θεός»
αυτός ο αμαρτωλός Θεός που με σαρκάζει στο κάτασπρο
γέλιο σου
κάτω από μια λάμπα ασετιλίνης τα βράδια στον κήπο
δε μ' αφήνουν ποτέ μοναχό και το τρίτο παράθυρο
ένα κόκκινο μάτι – ανάβει τη φλέβα της νύχτας, πυκνώνει
τη μοναξιά
θαμπώνει τα όνειρά μου
ΙΟΥΔΑΣ
Ήταν μια δύσκολη υποχώρηση κι αυτή, ν' αφεθεί, κι ο
αέρας του βραδιού
να του χτενίζει τα μαλλιά. Τι κι αν έδωσε το τελευταίο
φίλημα
ο πυρετός τού έκαιγε το στόμα· τι κι αν τ' αργύρια ομορφαί-
νουν τη ζωή
ο θάνατος ήταν η μόνη συγκατάβαση
Μα εγώ τον συμπόνεσα στην απελπισμένη του κίνηση.
Ήτανε φίλος μου
μ' έβλεπε στον ανήσυχο ύπνο του και τιναζόταν. Με ξεχώρισε
στο ανώνυμο πλήθος και μού 'σφιξε το χέρι – «δε χώρισα
ποτέ ευθύνες» είπε
«δε δίστασα στην εκλογή, ξέρω πάντα καλά τι είναι αλήθεια»
ΓΡΑΜΜΑ ΑΠΟ ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ
Ακόμα θυμάμαι την άνοιξη, σε πονάει σα μια παλιά
περιπέτεια
το βράδυ που κατεβαίνει μοιράζοντας μοναξιά, τον πιο
μυστικό μου καημό
το απόγευμα μέχρι την ώρα της καρδιάς, το βράδυ ως την
ώρα του ύπνου
αγάπη μου, όλο και περισσότερο χάνουμε σε αισθήματα
στον κινηματογράφο και στις φιλικές συναντήσεις
στην ευκολία των συναλλαγών, στην κοσμούπολη
ή στη νεκρή επαρχία, στο βουνό και στη θάλασσα, το χειμώνα
ή μια έναστρη βαθιά καλοκαιριά
Η αγνότητα, η καλή καρδιά στην παρέα
όλα σ΄αφήνουν ή τους αφήνεις στα μικροπράγματα
*ποιήματα από την ενότητα
«ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ»
ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ
Νύχτωσε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ' τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο· ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο
Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο
Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια και ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
μια κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε
Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει
ARS POETICA
Το ποίημα θέλω να είναι νύχτα, περιπλάνηση
σε ξεμοναχιασμένους δρόμους και σε αρτηρίες
όπου η ζωή χορεύει. Θέλω να είναι
αγώνας, όχι μια μουσική που λύνεται
μα πάθος για την μέσα έκφραση μιας ασυναρτησίας
μιας αταξίας που θα γίνει παρανάλωμα
αν δεν τα παίξουμε όλα για όλα
Όταν οι άλλοι, αδιάφοροι, με σιγουριά
ξοδεύονται άσκοπα ή ετοιμάζονται το βράδυ
να πεθάνουν, όλη τη νύχτα ψάχνω για ψηφίδες
αδιάφθορες μες στον μονόλογο τον καθημερινό
κι ας είναι οι πιο φθαρμένες. Να φεγγρίζουν
μες στο πυκνό σκοτάδι τους σαν τ' αχαμνά ζωύφια
τυχαίες, σκοτωμένες απ' το νόημα
με αίσθημα ποτισμένες
ΓΙΑ ΜΙΑΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Είμαι χειρότερος απ' τους αλήτες, τις αρτίστες
αυτοί μπορούν και ζουν, δεν περιμένουνε
μα εγώ ό,τι παίρνω γίνεται προπέτασμα καπνού
για όσα ζητώ, και προπαντός μια εξιλέωση
στην τέλεια σχέση να σωθώ ή να μαρτυρήσω
Μα ο άλλος είναι ανέφιχτος, γιατί
δεν είναι μόνο σώμα ή κατανόηση
μα κάποια ανεπανάληπτη φωνή. Κι αν προχωρήσω
εγκάρσια μέσα του έντρομος θα ιδώ
πως μένει θεατής. Δεν είναι
ετοιμασμένος για μαρτύριο ή για μοίρασμα
σκοτώνοντας τη σίγουρη μικρή του ελευθερία.
Φυλάγεται και σε καλεί μονάχα αν υπογράψεις
πως όλα θα τα σεβαστείς, και το κυριότερο
τη σίγουρη μικρή του ελευθερία
*ποιήματα από την ενότητα
«Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΥΡΩΝΑ»
(από τη συλλογή «Ο ΔΥΣΚΟΛΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ»,
εκδ. Νεφέλη 2007)
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου
1931-1996
Σχόλια