photo by Alan Schaller |
ΣΑΤΙΡΑ (αποσπάσματα)
Το μακρύ πανωφόρι του τον έδειχνε μεγάλο.
Αν και μεγάλο,
κυριαρχούσε καλά στο κορμί του
όπως το ρούχο στον επιδέξιο ηθοποιό
σαν παίζει ξένο ρόλο.
Έφευγε – και τα μονήρη βήματά του
είχαν την επιβολή του αγνώστου.
Κι' όμως δεν ήταν άγνωστος
ούτε ηθοποιός
ούτε και ξένο πρόσωπο.
4
Να είμαι ένας θεατής;
Τα μάτια μου
κυττάζουνε πιο πέρ' από τα πράγματα
στο κενό.
Α! το γαλάζιο κενό
που τρεμουλιάζουν μόρια
στοιχεία φωτογόνα
η χημεία της σκέψης μου.
Να είμαι ένας θεατής;
Δεν κάθουμαι σε πολυθρόνα
δεν έχω βάθρο
– εξορία –
Πού να τ' άκουσα το τραγούδι αυτό;
Βαδίζω.
5
Ζέστη
που λυώνεις τα μάρμαρα και τους κροτάφους
χρώμα λευκό
φτασμένο σε κίτρινη ψιλή νότα
αμμουδιά ξερή φρυγμένη
που θέλεις τα μαστιγώματα του νερού
σαν κοινή γυναίκα
τοπίο ολοφυρόμενο από τη δίψα
είσαι μηδέν.
Το δράμα το δικό μου
μετατοπίζεται στην ουρά της Άρκτου.
7
Είναι η απόσταση είναι το βάθος
χωρίς προμήνυμα
χρυσής αυγής
στις κορυφογραμμές
στην επιφάνεια της ευαίσθητης θάλασσας.
Αύριο θα 'χω περάσει
κ' η σιωπή του ήλιου θα συμπληρώνει
ό,τι δεν έμαθε το σκοτεινό κενό.
* πρώτη δημοσίευση: Ο Κύκλος, χρ. Γ΄,
τχ. 3 (1935) σσ.89-91
ΜΕ ΤΟ ΡΑΒΔΙ ΤΗΣ ΑΠΟΓΝΩΣΗΣ...
Μισώ τον άνθρωπο και τον εαυτό μου –
Στον αχτιδόχαρον αγέρα βυθίζω τη σκέψη μου
και με τα δυο ευκίνητα ρουθούνια μου, ρουφάω
τις ευωδιές της θάλασσας και του βουνού.
Βουρκωμένα σύννεφα, κουρελιασμένα
με το βοριά της μοίρας, σελωμένα
στο μοιραίο μαύρο άλογο, –
με λογής-λογής συντριβές κι' απογνώσεις, –
καταχωνιάζουν τα βαριά βήματα μου.
Πότε λοιπόν θα σταματήσω;
«Στον κατήφορο πάντα, στο γκρεμνό, στο γκρεμνό».
Τον αμετάκλητο πέλεκυ, την κατάρα προσφωνώ –
Οδοιπόροι με πόδια σιδερένια,
με το ραβδί της απόγνωσης στο χέρι,
για το άγνωστο, για το πρόβλημα, –
με τον εαυτό μας απαρνημένο μαρτυρικά,
με τη θωριά του αύριο πάντα μπροστά, –
οδοιπόροι με πόδια σιδερένια
κατρακυλάμε, ίσα, κάτω,
στο βυθό της πολύβουης θάλασσας,
που τόσο γαλάζια κυματίζει για σας.
Α! μισώ τον άνθρωπο και τον εαυτό μου –
Τα μηχανήματά σου, να σε φέρουν
κορώνα – γράμματα·
και στο μαλαματένιο στόμα σου
να χωθούν οι ποντικοί – –
σκουριά, καρφιά και ποντικοί.
*
Με τα μάτια μου τα χρωματικά
σκέφτουμαι κι' εγώ τον κόσμο,
Βλέπω το φως το ξανθό την αυγή
να χρυσοπρασινίζη – και ρόδινο ελαφρό
να χρωματίζη το γύρω κόσμο.
Λέω σε ρυθμό να βάλω τη γήινη σκέψη μου,
να γίνη στρωτή, νοητή και ρέουσα,
να φανή στρογγυλή σαν το νόμισμα,
να μην υπάρχη παρανόηση,
να με καταλαβαίνουν κ' οι κουτοί
– οι σαλιάγκοι –
στρογγυλή μια σκέψη να κερδίσω,
σαν το νόμισμα.
Φεύγω· πηγαίνω αλλού,
κι' ύστερα πάλι αλλού
– χαμένα βήματα –
Βλέπω
το λεπτό χρώμα την αυγή που γυρίζω
– ξαγρυπνησμένος άνθρωπος κι' εγώ,
κουρασμένος –
το λεπτό χρώμα, τον ασημένιον ήχο
– κρόταλα μυστικά –
και πια δε βαδίζω.
«Σε ρυθμό, σε τάξη... »
την άλλη μέρα, το ίδιο πάλι.
Α! να 'χα το ραβδί του ποιητή
θα μάζευα σαλιάγκους
και θα χειροκροτούσαν κ' οι χαζοί.
* πρώτη δημοσίευση: Ρυθμός, χρ. Β΄,
τχ. 4-5 (Δεκέμβριος 1933 - Ιανουάριος 1934) σσ. 133-134
ΣΑΤΙΡΑ
Θα 'χω καπνίσει το τελευταίο τσιγάρο μου –
η δεντροστοιχία θ' ανατριχιάζει
θα 'ναι χειμώνας γιορτές
νέο έτος.
Τα καινούργια μου ρούχα
τα καινούργια παπούτσια
το φρέσκο πουκάμισο
το μάλλινο κασκόλ το ακριβοπληρωμένο –
θα συμμερίζονται την ερήμωσή μου
διόλου ενάντια στο ρίγος του καιρού.
... θα 'χω καπνίσει το τελευταίο τσιγάρο μου.
2
Στη λαιμητόμο η κεφαλή σου
να κοπεί σε δυο
το ηλίθιο σώμα
να κοιμηθεί.
Εδώ στο ξύλινο κουτσό τραπέζι
ο ύπνος του θα 'ναι μισός.
Στη λαιμητόμο η κεφαλή σου
στο νεκροτομείο το σώμα σου
κ' η ψυχή σου στο κενό.
Να κοιμηθείς ηλίθιο σώμα
να χορτάσεις τον ύπνο της πέτρας
τον ύπνο της χειμωνιάτικης ρίζας
σε καιρό ενάντιο βροχερό.
Μητέρα δεν αγρυπνάει για σένα
μήτε σκυλί στην πόρτα
μήτε και νέφος στον ουρανό.
3
Ικρίωμα
ρυθμός χαροποιός
το τέλος της ιστορίας.
Οι άνθρωποι θα φύγουνε
τα κόκκαλα θα λυθούνε
και το έγκλημα δε θα φανεί.
Στο φαρμακείο της σκέψης μας
ετοιμάζεται η συνταγή
με τα λατινικά ψηφία.
Ενώ στον κήπο τον υγρό
οι σπόροι κ' οι γέρικες ρίζες
προετοιμάζουν την Άνοιξη:
το επιθαλάμιο των εντόμων.
* πρώτη δημοσίευση: Ο Κύκλος, χρ. Γ΄,
τχ. 2 (1935), σσ. 41-42
*πηγή της ανάρτησης: Αναστάσιος Δρίβας, «ΤΑ ΕΡΓΑ»,
Νεοελληνική Βιβλιοθήκη,
Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη,
Αθήνα 2012
Αναστάσιος Δρίβας
1899-1942
Σχόλια