Μαρίνα Τσβετάγιεβα | Ο δικός μου Πούσκιν

Elswick Kids series (1978) by Tish Murtha | © Ella Murtha

Ο πρώτος μου Πούσκιν: οι Τσιγγάνοι. Τέτοια ονόματα δεν τα είχα ξανακούσει: Αλέκο, Ζεμφύρα, και ακόμη, Γέρος. (...)
     Ιδού, λοιπόν, μια καινούργια λέξη: αγάπη. Όταν καίγεται το στέρνο μέσα βαθιά (όλοι το ξέρουν!) και δεν το λες σε κανέναν αγάπη. Ένιωθα πάντα αυτό το κάψιμο στο στέρνο, αλλά δεν ήξερα ότι αυτό είναι αγάπη. Νόμιζα πως όλοι ένιωθαν το ίδιο και πάντα. Και, όπως αποδείχτηκε, μόνο οι τσιγγάνοι. Ο Αλέκο ήταν ερωτευμένος με τη Ζεμφύρα. Κι εγώ ήμουν ερωτευμένη με τους τσιγγάνους. Και δεν μπορούσα να πω γι' αυτό τίποτε: στους μεγάλους γιατί το είχα διαβάσει κρυφά, στα παιδιά γιατί τα περιφρονούσα και, το κυριότερο, γιατί ήταν μυστικό: δικό μου με την κόκκινη κάμαρα, δικό μου με το μαβί βιβλίο, δικό μου με το στέρνο.
(...)
     - Το Μαρινάκι μας, ξέρεις, είναι ταλαντούχο και διαβάζει πολύ, έλεγε η νταντά, η οποία δεν με αγαπούσε αλλά όταν το 'φερνε η περίσταση καυχιότανε για μένα. Εμπρός, Μούσια, πες μας για τον λύκο και το αρνάκι. Ή για κείνο τον τυμπανιστή σου.
     - Μπορώ να σας μιλήσω για τους τσιγγάνους. Λοιπόν, ήταν ένας νέος άντρας. Όχι, ήταν ένας γέρος και είχε μια κόρη. Όχι, καλύτερα να σας το πω σε στίχους:

     Πολλοί τσιγγάνοι φωνακλάδες
     καλπάζουν στη Βεσσαραβία,
     σήμερα πάνω απ' το ποτάμι 
     σε κουρελιασμένα τσαντίρια κοιμούνται,
     όπως η λευτεριά, χαρούμενος ο ύπνος τους...



                                                                   *  *  *


Ο Πούσκιν με κόλλησε έρωτα. Τη λέξη έρωτας.
     Υπάρχει διαφορά: κάτι που δεν έχει όνομα και κάτι που έχει αυτό το όνομα. Όταν η νταντά, περνώντας, σήκωσε από το ξένο παράθυρο τον ξανθοκόκκινο γάτο, που είχε αράξει εκεί και χασμουριόταν, κι όταν αυτός ο γάτος έμεινε τρεις μέρες στο σαλόνι μας, κάτω από τον φίκο, κι έπειτα έφυγε και δεν ξαναγύρισε, αυτό είναι έρωτας. Όταν η Αυγούστα Ιβάνοβνα λέει πως θα μας εγκαταλείψει για να πάει στη Ρίγα και δεν θα ξαναγυρίσει, αυτό είναι έρωτας. Όταν ο νεαρός τυμπανιστής πήγε στον πόλεμο κι έπειτα δεν γύρισε, αυτό είναι έρωτας. Όταν, την άνοιξη, τινάζουμε από τη ναφθαλίνη τις παριζιάνικες κούκλες, τις ντυμένες με ροζ υφάσματα, για να τις ξαναβάλουμε στο σεντούκι, κι εγώ στέκομαι και κοιτάζω και ξέρω ότι δεν θα τις ξαναδώ, αυτό είναι έρωτας. Με άλλα λόγια, όλα αυτά, ο ξανθοκόκκινος γάτος, η Αυγούστα Ιβάνοβνα, ο τυμπανιστής και οι κούκλες, σου καίνε τα σωθικά όπως η Ζεμφύρα, ο Αλέκο και η Μαριούλα, όπως ο τάφος.
     Όμως ο λύκος και το αρνάκι δεν είναι έρωτας, παρόλο που η μητέρα μου επιμένει πως είναι πολύ θλιβερό. «Σκέψου, ένα φτωχούλι, αθώο αρνάκι, που δεν πείραξε ποτέ κανέναν...» Ναι, αλλά και ο λύκος είναι καλός!
     Το θέμα είναι ότι εγώ, από τη φύση μου, αγαπούσα τον λύκο και όχι το αρνάκι, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το να αγαπήσει κανείς τον λύκο δεν επιτρεπόταν, γιατί έφαγε το αρνάκι - κι όμως, να αγαπήσω το αρνάκι, παρόλο που φαγώθηκε και ήταν άσπρο, δεν μπορούσα, δεν μου γεννιόταν αγάπη, όπως ποτέ και με κανένα αρνάκι δεν υπήρξε αγάπη μέσα μου.
     «Είπε, και στο σκοτεινό δάσος οδήγησε το αρνάκι»^.



                                                                   *  *  *


 Αυτή η ανάγνωση στα κρυφά πλούτισε, φυσικά, το λεξιλόγιο.
     - Ποια κούκλα σού αρέσει περισσότερο; Αυτή από τη Νυρεμβέργη που σου χάρισε η θεία σου, ή αυτή που σου έφερε η νονά σου από το Παρίσι;
     - Αυτή από το Παρίσι.
     - Γιατί;
     - Γιατί έχει παθιάρικα μάτια.
     Η μητέρα μου, απειλητικά:
     -Τι;
      Εγώ, αμέσως:
     - Ήθελα να πω, χαδιάρικα.
     Η μητέρα μου, ακόμη πιο απειλητικά:
     -Α, ώστε έτσι!
     Η μητέρα μου δεν κατάλαβε τίποτα. Η μητέρα μου άκουσε τη λέξη και, με το δίκιο της, θύμωσε. Αλλά κατάλαβε λάθος.
     Δεν ήταν τα μάτια παθιάρικα, αλλά το αίσθημα του πάθους που αναδύθηκε μέσα μου από αυτά, το βλέμμα (μαζί με τα ροζ υφάσματα, τη ναφθαλίνη και τη λέξη Παρίσι  το απαγορευμένο μπαούλο με τις απλησίαστες για μένα κούκλες) που εγώ προσέδωσα στα μάτια. Όχι μόνο εγώ. Όλοι οι ποιητές (αυτοί που μετά πυροβολούνται γιατί δεν είναι η κούκλα αυτή που είναι παθιασμένη). Όλοι οι ποιητές. Ο Πούσκιν πρώτος.


______________________________________________

^Από τον «Λύκο και το αρνάκι», 
έναν από τους μύθους του Κρυλόφ



^τα κείμενα είναι αποσπάσματα από το βιβλίο 
«Ο δικός μου Πούσκιν» της Τσβετάγιεβα, 
μετάφραση: Φώτος Λαμπρινός, 
Εκδ. Ίκαρος 2018

    Μαρίνα Τσβετάγιεβα
    1892-1941




 

Σχόλια