στο τελευταίο βαγόνι: Χούλιο Κορτάσαρ («Η Σύνθλιψη των Σταγόνων»)


 ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ 


Και ξέρω πολύ καλά πως δεν θα είσαι.
Δεν θα είσαι στο δρόμο
στο θόρυβο που βγαίνει τη νύχτα
από τις κολώνες φωτισμού,
ούτε στην κίνηση να διαλέξεις το μενού,
ούτε στο χαμόγελο που παρηγορεί τα γεμάτα στον υπόγειο
ούτε στα δανεισμένα βιβλία,
ούτε στο : τα λέμε αύριο.
Δεν θα είσαι στα όνειρά μου,
στον αυθεντικό προορισμό των λέξεων μου,
ούτε σε έναν αριθμό τηλεφώνου δεν θα είσαι
ή στο χρώμα ενός ζευγαριού από γάντια
ή σε μια μπλούζα.
Θα λυπηθώ
αγάπη μου
χωρίς να είναι για σένα
και θ' αγοράσω σοκολατάκια
αλλά όχι για σένα, θα σταματήσω στη γωνία
σ' αυτή που δεν θα έρθεις
και θα πω τα πράγματα που ξέρω να λέω
και θα φάω τα πράγματα που ξέρω να τρώω
και θα ονειρευτώ τα όνειρα που κάποιος ονειρεύεται.
Και ξέρω πολύ καλά πως δεν θα είσαι
ούτε εδώ μες στη φυλακή όπου σε κρατάω
ούτε εκεί έξω
στο ποτάμι αυτό από δρόμους και γέφυρες.
Δεν θα είσαι ποτέ
δεν θα είσαι η ανάμνησή μου
κι όταν θα σε σκέφτομαι
θα σκέφτομαι μια σκέψη
που σκοτεινά θα επιχειρεί να σε θυμηθεί.


source: The Paris Review


AFTER SUCH PLEASURES 


Απόψε ψάχνοντας το στόμα σου σε άλλο στόμα,
σχεδόν πιστεύοντάς το, γιατί έτσι τυφλό είναι αυτό το ποτάμι
που με ρίχνει στη γυναίκα και με βυθίζει μες στα βλέφαρά της,
τί θλίψη να κολυμπάς στο τέλος προς την όχθη του λήθαργου
γνωρίζοντας πως η ηδονή είναι αυτός ο ποταπός σκλάβος
που δέχεται τα κάλπικα νομίσματα, τα κυκλοφορεί χαμογελώντας.

Λησμονημένη καθαρότητα, πόσο ήθελα να διασώσω
αυτό τον πόνο του Μπουένος Άιρες, την αναμονή αυτή
χωρίς παύσεις ούτε κι ελπίδα.
Μόνος στο ανοιχτό μου σπίτι πάνω στο λιμάνι,
πάλι ν' αρχίζω να σε επιθυμώ,
πάλι να σε βρω στον καφέ του πρωινού
σαν να μην τόσα πράγματα αναπόφευκτα
είχαν συμβεί.
Και να μην πρέπει να θυμάμαι αυτή τη λησμονιά που ανεβαίνει
για τίποτα, για να μου σβήσει από το μαυροπίνακα τα σκίτσα σου
και να μη μου αφήσει παρά ένα παράθυρο χωρίς αστέρια.




ΑΠΩΛΕΣΘΕΝΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΑ 


Από πεζοδρόμια ονείρου και δωμάτια βουβά
τα παραδομένα σου καλοκαίρια
με ενεδρεύουν με τραγούδια τους
Μια γραφή άγρυπνη κι εχέμυθη
περνάει απ' τα περίχωρα καλώντας και καλώντας με
αλλά τί λείπει, πες μου, στη μικρή καρτούλα
Που είναι το όνομά σου κι ο δρόμος σου κι αγρύπνια σου
αν η γραφή μπερδεύεται με τα γράμματα του ονείρου
αν είσαι μόνο εκεί όπου δεν σε ψάχνω.

Μεντόσα, Αργεντινή, 1944

 [από τη συλλογή «Η Σύνθλιψη των Σταγόνων» 
 μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη   

   εκδ. Bibliothèque 2015, σειρά: Ποίηση Γυμνή] 





      Julio Cortázar 
 1914-1984 




Σχόλια