photo by Silvia Grav |
ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ
Κάθε μέρα στη δουλειά
κόβεις το ζυμάρι
σε ίσα κομμάτια.
Κάθε βράδυ
κάνω το ίδιο
με τις ηδονές σου.
Σε βάζω στα ποιήματα
−μικρά καλούπια γεμάτα με τη
γλύκα σου−
όπως ακριβώς
ο νεαρός
ξεμυάλισε τη σαραντάρα.
Δικαιοσύνη στον έρωτα,
όνειρο μέσα σ’ όνειρο.
photo by Silvia Grav |
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
Και
έρχεται ο θλιβερός καιρός των αδειών
που
σε αρπάζουν οι βδομάδες από μένα
και
σ’ ακουμπάνε σε ακρογιάλια ονειρικά.
−Κοινωνικέ
μου τουρισμέ, καταραμένος να ’σαι
που
απ’ τον πόθο μου μακριά με στέλνεις εξορία−.
Καημός
να δω ζευγαρωτά τα εισιτήριά μας.
Εκεί
που πήγες διακοπές, ποτέ μου δεν θα πάω.
Θα
εξοργιστώ που τράβαγες τον άντρα σου σαν βόδι
να
δει νησιά. Ρόδο, Αμοργό, Λήμνο, δεν έχω πάει
μα
όλες τις παραλίες τους γνωρίζω απ’ τα όνειρά μου.
Σε
όλες άλειψα με λάδι το κορμί σου
λαίμαργα
φάγαμε καρπούζι σαν αγρίμια
ολόγυμνη
γυαλιστερό σ’ ατένισα κοχύλι
σε
όλες σου έκανα έρωτα, εκεί που σκάει το κύμα.
photo by Silvia Grav |
ΤΟ ΚΑΠΝΟΠΟΥΛΕΙΟ
…Και τα πουτανάκια σταματώντας στο
πέρασμα
για
καμιά κουβέντα,
Να
πούνε το λογάκι τους, και να φτιάξουν
τα
μαλλάκια τους μια στάλα.
Ezra Pound, «Το νησί στη λίμνη»
(μτφρ.: Γ. Σεφέρης)
|
Σε βλέπω να καπνίζεις
φυσώντας συννεφάκια
στο διάλειμμα. Ποιος ξέρει τι
σε βασανίζει.
Το διακρίνω στα μισόκλειστά
σου μάτια
που απεγνωσμένα ψάχνουνε μια τζούρα
ανεμελιά.
Και τότε, σε φαντάζομαι στου
Πάουντ το νησί
να του ζητάς λίγο καπνό, με
δύο πουτανάκια
(το ένα τα μαλλάκια του να φτιάχνει
στη βιτρίνα
και τ’ άλλο ξέχειλο καθάρια
προστυχιά).
Μετά, απέναντι απ’ το
καπνοπουλειό του Έζρα,
να στρίβεις το τσιγάρο σου με
νάζι στη λιακάδα,
αδιάφορη ποιον έχεις
ξεμυαλίσει.
Ανέμελη τα γόνατά σου
ανοιγοκλείνεις
κι ενώ, άθελά σου, το βρακάκι
σου μοστράρεις,
σε βλέπει να καπνίζεις
φυσώντας συννεφάκια.
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου
Aπό τη συλλογή «Τα μεροκάματα ενός έρωτα»,
Εκδόσεις Εντευκτηρίου, 2019
Σχόλια