photo by Alex Webb - Riverwalk, Chicago |
Λόγια στην Καλυψώ
(απόσπασμα)
Χ
Όπως τα δάση μακρινά τα μάτια σου
Ανάμεσα σε σένα και σε μένα
τα δάκρυα που δεν είναι πια δικά μου.
Λόγια που δεν τα πίστεψα στην ώρα τους
και τα πιστεύω τώρα που κανείς δεν τα πιστεύει
στολές που δεν τις φόρεσα στη δόξα τους
και τις φοράω τώρα κουρελιασμένες
— ένας συνταξιούχος ναύτης που τον ζαλίζει το φεγγάρι.
Πούλησα τον παπαγάλο μου για ένα τρανζίστορ
όλη τη νύχτα ταξιδεύω στα βραχέα.
Δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα
γιατί σαπίσαν στην καμπίνα μου τα φρούτα που μου χάρισες
γιατί έχασα όλες σου τις φωτογραφίες κι όλους σου τους όρκους
— τί να την κάνω τώρα την πατρίδα;
όλη τη νύχτα ταξιδεύω στα βραχέα.
Δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα
είμαι νεκρός μες στα τραγούδια που έρχονται,
μην ψάχνεις πια για μένα
είμαι νεκρός ανάμεσα στα χείλη σου
είμαι νεκρός από καιρό μην ψάχνεις πια για μένα.
Το κρασί των Φαιάκων
Πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω.
Ποιος θα μπορούσε αλήθεια να κρατήσει το τιμόνι σε τούτους τους καιρούς;
Χάλασε κι η πυξίδα χαθήκαν οι προορισμοί
τα κύματα σηκώθηκαν ως το μυαλό σβήσανε οι αιώνες
τόσες πατρίδες τόσες προσπάθειες μέσα μου καμένες.
Άσ’ τους ανέμους να μας πάνε όπου θέλουν
άσ’ τους ανέμους και το τυφλό κρασί
το ματωμένο φως πάνω στα χείλη σου, το ψέμα και η ομορφιά σου
πες μου το πάλι
πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω
*τα ποιήματα είναι από τη συλλογή "Υπό ξένην σημαίαν", Ποιήματα 1967-1988, Εκδ. Υψιλον 1991
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
γεν. 1936
Χ
Όπως τα δάση μακρινά τα μάτια σου
Ανάμεσα σε σένα και σε μένα
τα δάκρυα που δεν είναι πια δικά μου.
Λόγια που δεν τα πίστεψα στην ώρα τους
και τα πιστεύω τώρα που κανείς δεν τα πιστεύει
στολές που δεν τις φόρεσα στη δόξα τους
και τις φοράω τώρα κουρελιασμένες
— ένας συνταξιούχος ναύτης που τον ζαλίζει το φεγγάρι.
Πούλησα τον παπαγάλο μου για ένα τρανζίστορ
όλη τη νύχτα ταξιδεύω στα βραχέα.
Δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα
γιατί σαπίσαν στην καμπίνα μου τα φρούτα που μου χάρισες
γιατί έχασα όλες σου τις φωτογραφίες κι όλους σου τους όρκους
— τί να την κάνω τώρα την πατρίδα;
όλη τη νύχτα ταξιδεύω στα βραχέα.
Δεν με λυπάται η στεριά δεν με λυπάται η θάλασσα
είμαι νεκρός μες στα τραγούδια που έρχονται,
μην ψάχνεις πια για μένα
είμαι νεκρός ανάμεσα στα χείλη σου
είμαι νεκρός από καιρό μην ψάχνεις πια για μένα.
Πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω.
Ποιος θα μπορούσε αλήθεια να κρατήσει το τιμόνι σε τούτους τους καιρούς;
Χάλασε κι η πυξίδα χαθήκαν οι προορισμοί
τα κύματα σηκώθηκαν ως το μυαλό σβήσανε οι αιώνες
τόσες πατρίδες τόσες προσπάθειες μέσα μου καμένες.
Άσ’ τους ανέμους να μας πάνε όπου θέλουν
άσ’ τους ανέμους και το τυφλό κρασί
το ματωμένο φως πάνω στα χείλη σου, το ψέμα και η ομορφιά σου
πες μου το πάλι
πες μου το πάλι πως θα με θυμάσαι κι εγώ θα σε πιστέψω
*τα ποιήματα είναι από τη συλλογή "Υπό ξένην σημαίαν", Ποιήματα 1967-1988, Εκδ. Υψιλον 1991
Γεράσιμος Λυκιαρδόπουλος
Σχόλια