I
Μέσα σε είκοσι χιονισμένα βουνά,
Το μόνο κινούμενο πράγμα
Ήταν το μάτι του κότσυφα.
II
Είχα τρεις γνώμες,
Σαν ένα δέντρο
Που έχει τρία κοτσύφια.
III
Το κοτσύφι στροβιλίστηκε στους φθινοπωρινούς ανέμους.
Ήταν ένα μικρό μέρος της παντομίμας.
IV
Ένας άντρας και μια γυναίκα
Είναι ένα.
Ένας άνδρας και μία γυναίκα και ένα κοτσύφι
Είναι ένα.
V
Δεν ξέρω ποιο να προτιμήσω,
Την ομορφιά των καμπυλών του ήχου,
Ή την ομορφιά των υπονοούμενων,
Το κοτσύφι όταν σφυρίζει
Ή αμέσως μετά.
VI
Παγοκρύσταλλοι γέμισαν το μακρύ παράθυρο
Με βάρβαρο γυαλί.
Η σκιά του κότσυφα
Το διαπέρασε, μπρος και πίσω.
Η διάθεση
Ανίχνευσε στη σκιά
Μια ακατανόητη αιτία.
VII
Ω λεπτοκαμωμένοι άνδρες του Haddam,
Γιατί φαντάζεστε χρυσά πουλιά;
Δεν βλέπετε πώς το κοτσύφι
Περπατάει στα πόδια
Των γυναικών κοντά σας;
VIII
Γνωρίζω τονισμούς αριστοκρατικούς
Και διαυγείς, αναπόδραστους ρυθμούς.
Αλλά ξέρω, επίσης,
Ότι ο κότσυφας είναι ανακατεμένος
Σε αυτό που ξέρω.
IX
Όταν ο κότσυφας πέταξε και χάθηκε μακριά,
Μάρκαρε την άκρη
Ενός από τους πολλούς κύκλους.
Χ
Στο θέαμα των κοτσυφιών
Που πετούν μέσα σε πράσινο φως,
Ακόμη και οι πατρόνες της ευφωνίας
Θα τσιρίζαν.
XI
Όργωσε το Κονέκτικατ
Σε ένα γυάλινο βαγόνι.
Κάποτε, ένας φόβος τον τρύπησε,
Ότι παραγνώρισε
Το μόνο κινούμενο πράγμα
Ήταν το μάτι του κότσυφα.
II
Είχα τρεις γνώμες,
Σαν ένα δέντρο
Που έχει τρία κοτσύφια.
III
Το κοτσύφι στροβιλίστηκε στους φθινοπωρινούς ανέμους.
Ήταν ένα μικρό μέρος της παντομίμας.
IV
Ένας άντρας και μια γυναίκα
Είναι ένα.
Ένας άνδρας και μία γυναίκα και ένα κοτσύφι
Είναι ένα.
V
Δεν ξέρω ποιο να προτιμήσω,
Την ομορφιά των καμπυλών του ήχου,
Ή την ομορφιά των υπονοούμενων,
Το κοτσύφι όταν σφυρίζει
Ή αμέσως μετά.
VI
Παγοκρύσταλλοι γέμισαν το μακρύ παράθυρο
Με βάρβαρο γυαλί.
Η σκιά του κότσυφα
Το διαπέρασε, μπρος και πίσω.
Η διάθεση
Ανίχνευσε στη σκιά
Μια ακατανόητη αιτία.
VII
Ω λεπτοκαμωμένοι άνδρες του Haddam,
Γιατί φαντάζεστε χρυσά πουλιά;
Δεν βλέπετε πώς το κοτσύφι
Περπατάει στα πόδια
Των γυναικών κοντά σας;
VIII
Γνωρίζω τονισμούς αριστοκρατικούς
Και διαυγείς, αναπόδραστους ρυθμούς.
Αλλά ξέρω, επίσης,
Ότι ο κότσυφας είναι ανακατεμένος
Σε αυτό που ξέρω.
IX
Όταν ο κότσυφας πέταξε και χάθηκε μακριά,
Μάρκαρε την άκρη
Ενός από τους πολλούς κύκλους.
Χ
Στο θέαμα των κοτσυφιών
Που πετούν μέσα σε πράσινο φως,
Ακόμη και οι πατρόνες της ευφωνίας
Θα τσιρίζαν.
XI
Όργωσε το Κονέκτικατ
Σε ένα γυάλινο βαγόνι.
Κάποτε, ένας φόβος τον τρύπησε,
Ότι παραγνώρισε
Τη σκιά της άμαξας του
Για κοτσύφια.
XII
Ο ποταμός κινείται.
Το κοτσύφι πρέπει να πετάει.
XIII
Ήταν βράδυ όλο το απόγευμα.
Χιόνιζε
Κι επρόκειτο να χιονίσει.
Το κοτσύφι κάθισε
Στα κεδρόκλαδα.
Για κοτσύφια.
XII
Ο ποταμός κινείται.
Το κοτσύφι πρέπει να πετάει.
XIII
Ήταν βράδυ όλο το απόγευμα.
Χιόνιζε
Κι επρόκειτο να χιονίσει.
Το κοτσύφι κάθισε
Στα κεδρόκλαδα.
*μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
I
Among twenty
snowy mountains,
The only
moving thing
Was the eye
of the blackbird.
II
I was of
three minds,
Like a
tree
In which
there are three blackbirds.
III
The
blackbird whirled in the autumn winds.
It was a
small part of the pantomime.
IV
A man and a
woman
Are
one.
A man and a
woman and a blackbird
Are
one.
V
I do not
know which to prefer,
The beauty
of inflections
Or the
beauty of innuendoes,
The
blackbird whistling
Or just
after.
VI
Icicles
filled the long window
With
barbaric glass.
The shadow
of the blackbird
Crossed it,
to and fro.
The
mood
Traced in
the shadow
An
indecipherable cause.
VII
O thin men
of Haddam,
Why do you
imagine golden birds?
Do you not
see how the blackbird
Walks around
the feet
Of the women
about you?
VIII
I know noble
accents
And lucid,
inescapable rhythms;
But I know,
too,
That the
blackbird is involved
In what I
know.
IX
When the
blackbird flew out of sight,
It marked
the edge
Of one of
many circles.
X
At the sight
of blackbirds
Flying in a
green light,
Even the
bawds of euphony
Would cry
out sharply.
XI
He rode over
Connecticut
In a glass
coach.
Once, a fear
pierced him,
In that he
mistook
The shadow
of his equipage
For
blackbirds.
XII
The river is
moving.
The
blackbird must be flying.
XIII
It was
evening all afternoon.
It was
snowing
And it was
going to snow.
The
blackbird sat
In the
cedar-limbs.
Wallace Stevens
1879-1955
Σχόλια