Το Αδιανόητο
Μια τεράστια μοβ πόρτα ξεβράστηκε στον όρμο μέσα σε μια
νύχτα,
η μπογιά της φουσκωμένη και ξεφλουδισμένη από τις εβδομάδες στη θάλασσα.
Ο παραμυθάς της πόλης δεν έχασε καιρό να πιάσει δουλειά:
το γοητευτικό, μεγαλύτερο κορίτσι ενός περήφανου, χρεοκοπημένου αγρότη
είχε χτυπήσει αυτή την πόρτα στα μούτρα του γιού ενός μασόνου,
ο οποίος με τη σειρά του είχε γκρεμίσει και το αγρόκτημα και την οικογένεια
η μπογιά της φουσκωμένη και ξεφλουδισμένη από τις εβδομάδες στη θάλασσα.
Ο παραμυθάς της πόλης δεν έχασε καιρό να πιάσει δουλειά:
το γοητευτικό, μεγαλύτερο κορίτσι ενός περήφανου, χρεοκοπημένου αγρότη
είχε χτυπήσει αυτή την πόρτα στα μούτρα του γιού ενός μασόνου,
ο οποίος με τη σειρά του είχε γκρεμίσει και το αγρόκτημα και την οικογένεια
από τον βράχο, εκτός απ’ το κορίτσι, που ζούσε τώρα
απ’ το φως και τη θερμότητα μίας φωτιάς από παρασυρμένα ξύλα σε κάποια παραλία.
Υπήρχε κάποιο σχέδιο να χρησιμοποιηθεί η πόρτα σαν προβλήτα
ή θέση αγκυροβόλησης, αλλά ήταν όλα μαλακίες, οι συνήθεις ανούσιες φλυαρίες.
Τότε ήταν που αυτός έφυγε και δεν επέστρεψε ποτέ. Αυτόν δεν θα τον κατονομάσω —
δεν φημιζόταν για τις μεγάλες του ιδέες ή τις ξυλουργικές του δεξιότητες,
διάσημος για το ότι δεν κολύμπαγε, αλλά που τελευταία φορά εθεάθη να σαλπάρει,
καβαλώντας το ρεύμα και φέρνοντας βόλτα το ακρωτήρι μέσα σε μια μικρή βάρκα
με αποκαλυπτικές λάμψεις σχεδόν σίγουρα μοβ μπογιάς.
απ’ το φως και τη θερμότητα μίας φωτιάς από παρασυρμένα ξύλα σε κάποια παραλία.
Υπήρχε κάποιο σχέδιο να χρησιμοποιηθεί η πόρτα σαν προβλήτα
ή θέση αγκυροβόλησης, αλλά ήταν όλα μαλακίες, οι συνήθεις ανούσιες φλυαρίες.
Τότε ήταν που αυτός έφυγε και δεν επέστρεψε ποτέ. Αυτόν δεν θα τον κατονομάσω —
δεν φημιζόταν για τις μεγάλες του ιδέες ή τις ξυλουργικές του δεξιότητες,
διάσημος για το ότι δεν κολύμπαγε, αλλά που τελευταία φορά εθεάθη να σαλπάρει,
καβαλώντας το ρεύμα και φέρνοντας βόλτα το ακρωτήρι μέσα σε μια μικρή βάρκα
με αποκαλυπτικές λάμψεις σχεδόν σίγουρα μοβ μπογιάς.
μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
The Unthinkable
A huge purple door washed up in the bay overnight,
its paintwork blistered and peeled from weeks at sea.
The town storyteller wasted no time in getting to work:
the beguiling, eldest girl of a proud, bankrupt farmer
had slammed that door in the face of a Freemason’s son,
who in turn had bulldozed both farm and family
over the cliff, except for the girl, who lived now
by the light and heat of a driftwood fire on a beach.
There was some plan to use the door as a jetty
or landing-stage, but it was all bullshit, the usual idle talk.
That’s when he left and never returned. Him I won’t name —
not known for his big ideas or carpentry skills,
a famous non-swimmer, but last seen sailing out,
riding the current and rounding the point in a small boat
with tell-tale flashes of almost certainly purple paint.
Σχόλια