από τα μεγάφωνα του Τρένου: Ανοιχτές φλέβες μιας ουτοπίας – και οι Ασήμαντοι του Εντουάρντο Γκαλεάνο
El mundo de las manos - Oswaldo Guayasamín (1967) |
Ανοιχτές φλέβες μιας ουτοπίας – και οι Ασήμαντοι του Εντουάρντο Γκαλεάνο
(της Μαρίας Θεοφιλάκου, πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό περιοδικό "Το Παράθυρο", 16/5/2015)
Η ουτοπία βρίσκεται στον ορίζοντα.
Πλησιάζω δυο βήματα,
φεύγει δυο βήματα μακριά.
Περπατώ δέκα βήματα κι ο ορίζοντας
τρέχει δέκα βήματα πιο πέρα.
Όσο πολύ κι αν περπατώ,
ποτέ δε θα την φτάσω.
Σε τι χρησιμεύει η ουτοπία;
Σ’ αυτό χρησιμεύει: για να περπατώ.
Φερνάντο Μπίρι
(Εντουάρντο Γκαλεάνο, “Παράθυρο στην ουτοπία”)
La utopía está en el horizonte.
Me acerco dos pasos,
ella se aleja dos pasos.
Camino diez pasos y el horizonte
se corre diez pasos más para allá.
Por mucho que camine,
nunca la alcanzaré.
¿Para qué sirve la utopía?
Para eso sirve: Para caminar.
Fernando Birri
(Eduardo Galeano, “Ventana sobre la utopía”)
Μια απ’ αυτές τις μέρες θα είναι ο φωταγωγός ορθάνοιχτος και ιστορίες ζεστές, νοτισμένες με μια υγρασία απροσδιόριστη θα μπουν, γνέφοντας μες στην ανωνυμία τους υπέρ του τρομερού μόχθου του να είσαι ζωντανός. Δεν θα μιλάνε για πράγματα από κείνα που μπορούν να μετρηθούν. Εξαιρώντας λοιπόν με βεβαιότητα αναφορές σε νούμερα, κι ελλείμματα, και στόχους δημοσιονομικούς. Δεν θα περιέχουν γεγονότα, πραγματικά στοιχεία ή περιστάσεις που να έχουν αντικειμενικά καταγραφεί. Θα είναι, εκείνες οι ιστορίες, απ’ το μέλλον μας.
Θα ‘ναι από κείνες που αναμοχλεύοντας τα σωθικά τους μπορούν κάθε φορά αλλιώτικα να μιλούν για τον εαυτό τους, κι αλλιώς να ψηλαφούν τα όνειρά μας. Όπως ένα απόγευμα με φως στο μακρινό Μοντεβιδέο, όπως μια ανάσα που τολμάει και πλαταίνει πέρα από την καθημερινή σκλαβιά του στόματος-αφεντικού της. Ή σαν τις άπιαστες γραμμές του ορίζοντα που απομακρύνονται ατάκτως καθώς ο κύριος Κανένας τρέχει κατά πάνω τους.
Μια απ’ αυτές τις μέρες θα βρεθεί μια χαραμάδα ανοιχτή, για να χωρέσουμε μέσα από κει ακέραιοι, πλέριοι, παρά τους εαυτούς μας. Παρά όλα τα δεδομένα που έδιναν σαφείς ενδείξεις για τ’ αντίθετο: θα δούμε να υπάρχουμε με τρόπο μη μετρήσιμο, ακατάγραφο, αδιανόητο. Να είμαστε εμείς οι διάφανοι, και οι ανεπίλυτοι. Οι ασήμαντοι του κόσμου αυτού, που παίζουνε ανάμεσα στα δάχτυλα τη μοίρα τους κάτω απ’ τον ήλιο.
Παρακάτω μεταφράζεται το ποίημα “Οι Ασήμαντοι” (Los Nadies) του Εντουάρντο Γκαλεάνο (1940-2015), από το βιβλίο Las Venas Abiertas de América Latina – Οι ανοιχτές φλέβες της Λατινικής Αμερικής, 1971.
Μ.Θ.
Οι Ασήμαντοι
Ονειρεύονται οι ψύλλοι πως αγοράζουν έναν σκύλο
και ονειρεύονται οι ασήμαντοι ότι ξεφεύγουν απ’ τη φτώχεια,
ότι κάποια μέρα μαγική
βρέxει καλή τύχη από το πουθενά
ότι βρέχει με τα καντάρια καλή τύχη•
αλλά η καλή τύχη δεν πέφτει χθες, ούτε και σήμερα,
ούτε αύριο, ούτε ποτέ,
ούτε ψιχάλα καλής τύχης δεν πέφτει από τον ουρανό,
όσο πολύ κι αν οι ασήμαντοι την καλούν
και παρόλο που τους ξύνει το αριστερό τους χέρι,
ή σηκώνονται με το δεξί,
ή ξεκινούν τη νέα χρονιά αλλάζοντας τη σκούπα.
Οι ασήμαντοι: τα παιδιά του κανενός,
οι ιδιοκτήτες του τίποτα.
Οι ασήμαντοι: τα μηδενικά, οι εκμηδενισμένοι,
τρέχοντας σαν τα κουνέλια, πεθαίνοντας μες στη ζωή, στυμμένοι,
διπλοστυμμένοι:
Που δεν είναι, ακόμα και ας είναι.
Που δε μιλούν γλώσσες, αλλά διαλέκτους.
Που δεν πρεσβεύουνε θρησκείες, αλλά δεισιδαιμονίες.
Που δεν κάνουν τέχνη, αλλά χειροτεχνίες.
Που δεν ασκούν πολιτισμό, αλλά φολκλόρ.
Που δεν είναι όντα ανθρώπινα, αλλά ανθρώπινο δυναμικό.
Που δεν έχουν πρόσωπο, αλλά χέρια.
Που δεν έχουν όνομα, αλλά αριθμό.
Που δεν καταγράφονται στην παγκόσμια ιστορία,
αλλά στις αστυνομικές στήλες των τοπικών εφημερίδων.
Οι ασήμαντοι,
που κοστίζουνε λιγότερο
από τη σφαίρα που τους σκοτώνει.
μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
photo link: https://www.cartoonmovement.com/cartoon/29301 |
Los Nadies
Sueñan las pulgas con comprarse un perro
y sueñan los nadies con salir de pobres,
que algún mágico día
llueva de pronto la buena suerte,
que llueva a cántaros la buena suerte;
pero la buena suerte no llueve ayer, ni hoy,
ni mañana, ni nunca,
ni en lloviznita cae del cielo la buena suerte,
por mucho que los nadies la llamen
y aunque les pique la mano izquierda,
o se levanten con el pie derecho,
o empiecen el año cambiando de escoba.
Los nadies: los hijos de nadie,
los dueños de nada.
Los nadies: los ningunos, los ninguneados,
corriendo la liebre, muriendo la vida, jodidos,
rejodidos:
Que no son, aunque sean.
Que no hablan idiomas, sino dialectos.
Que no profesan religiones,
sino supersticiones.
Que no hacen arte, sino artesanía.
Que no practican cultura, sino folklore.
Que no son seres humanos,
sino recursos humanos.
Que no tienen cara, sino brazos.
Que no tienen nombre, sino número.
Que no figuran en la historia universal,
sino en la crónica roja de la prensa local.
Los nadies,
que cuestan menos
que la bala que los mata.
Σχόλια