του Eamon
Grennan
Κρατώντας μόνο μερικούς πυρσούς
έσπρωξαν
πιο βαθιά μες στο σκοτάδι, καμπουριαστά
ώσπου
το μέγα πέτρινο δωμάτιο
ξεπρόβαλε
γύρω τους και στάθηκαν
σε
μια πελώρια μήτρα
φωτός
που τρεμοπαίζει και σκοτεινού φωτός, ένα μέρος
για
να κάνεις μια αρχή. Τα σηκωμένα χέρια ρίχναν ραπίσματα σκιών
πάνω
από τα πιο λεία σχήματα του φέγγους.
Είχαν
αφήσει τον κόσμο της καταιγίδας και του πανικού
πίσω
τους και προχωρήσει μέσα, γράφοντας το σκοτάδι
στο
πέρασμά τους, πιέζοντας σαν ένας παλμός
στον
πυρήνα της πέτρας. Οι μπογιές αναμειγμένες σε μεγάλα όστρακα
είναι
λιωμένα μέταλλα, πέταλα και γύρη, μούρα
και
δέσμιοι χυμοί που έσταξαν
από
φλοιούς επιλεγμένους. Τα κτήνη
αρχίζουν
να παίρνουν σχήμα από χέρια και φτερωτούς θυσάνους
(μουλιασμένους
σε ώχρα, μαγγάνιο, ριζάρι, άσπρη μολόχα)
χαϊδεύοντας
τη ζωντανή πέτρα, αφήνοντας τις πλαγιές και τις καμπύλες
να
καλουπώσουν εκείνες τις μορφές στην τύχη, φέρνοντας βόλτα
άκαμπτα
βαθουλώματα πτυχώσεις κι εξογκώματα
για
να δανείσουν τους εαυτούς τους σε λαιμούς, κοιλιές, μηρούς διογκωμένους,
ένα
μέτωπο ή ένα γύρισμα κεράτου, ουρές και χαίτες
καμπύλωμα
σ’ ένα φρενιασμένο καλπασμό.
Προσηλωμένοι
και ανθρώπινοι, συνδέουν
το
βασίλειο των ορυκτών, κι εκείνα των φυτών και ζώων
με
τους εαυτούς τους, εγγράφοντας
τη
μία αδιάσπαστη γραμμή
απ’ όπου όλα εξαρτώνται, από εκείνο το
αδιαπέραστο κέντρο
έως τα εξώτερα άυλα στοιχεία του φωτός και του αέρα, μέχρι ακόμα
την ταχύτητα του αλόγου, τον φόβο του βίσωνα, το τόξο
της τρυφερότητας που αυτή η κοιλαρού αγελάδα
υψώνει πάνω απ’ το στενόμακρο μοσχάρι της, ή τον λογχοειδή
χορό θανάτου που
απ’ όπου όλα εξαρτώνται, από εκείνο το
αδιαπέραστο κέντρο
έως τα εξώτερα άυλα στοιχεία του φωτός και του αέρα, μέχρι ακόμα
την ταχύτητα του αλόγου, τον φόβο του βίσωνα, το τόξο
της τρυφερότητας που αυτή η κοιλαρού αγελάδα
υψώνει πάνω απ’ το στενόμακρο μοσχάρι της, ή τον λογχοειδή
χορό θανάτου που
στήνεται
για το ελάφι
στο
τρίχωμα του χτυπημένου του πλευρού. Σε αυτή τη μία γραμμή αφήνουν
μια ραμφοκέφαλη ανθρώπινη μορφή από καλάμια
μια ραμφοκέφαλη ανθρώπινη μορφή από καλάμια
και
ένα ανθρώπινο, μικρό, ασβεστώδες χέρι.
Ποτέ
μας δεν θα μάθουμε αν δούλεψαν μες στη σιωπή
σαν
άνθρωποι όταν προσεύχονται —όπως οι μοναχοί μας
φώτισαν
τους δικούς τους σκοτεινούς αιώνες
σε
χαραγμένα με σταυρούς βραχώδη μοναστήρια,
όπου
επινόησαν έναν λαβύρινθο
δέσμιο
φωτισμένων σχέσεων
να συλλαβίσουν μέσα στης φύσης το σιρίτι και να πλέξουν
τον μύθο της επιμελημένης, εκτυφλωτικής τους έκτης αίσθησης
για έναν θεό σκιών—ή αν (σαν τα πουλιά
που
ανά την υφήλιο ανιχνεύουν τις μεγάλες γραμμές του αίματος τους)
κράτησαν
μια διαρκή φλυαρία
από
παινέματα, προτροπές, κατηγορίες.
Δεν
έχει σημασία: ξέρουμε
πως
πήγαν με τρεμάμενους πυρσούς
μες
στο σκοτάδι· συμβιβάστηκαν
με
τον δοσμένο κόσμο· πρέπει να είχαν
—όπως
τα χέρια τους κινήθηκαν μ’ ευστάθεια
στο
άραχνο φως— έναν πόθο
που
εμείς θ’ αναγνωρίζαμε: θ’ άφηναν— πριν προχωρήσουν
πέρα
από αυτή τη συνοριογραμμή, αυτό το πουθενά
που
είναι τώρα το εδώ— κάτι
όρθιο
και φωτεινό πίσω τους στο σκοτάδι.
μετάφραση: Μαρία θεοφιλάκου
μετάφραση: Μαρία θεοφιλάκου
Eamon Grennan ("The Cave Painters")
Δείτε το
πρωτότυπο ποίημα εδώ:
Από την έκδοση: ‘Out of Sight: New and Selected Poems’ (Graywolf
Press, 2010)
Σχόλια