photolink |
1.
Τα παιδιά μου δεν μ’ αφήνουν ένα μολύβι πρόχειρο.
Με περιγελούσε όσο έψαχνα η κόλλα.
Το στόμα τού Σ. με σημάδευε με σάλιο.
«Παλιόκολλα», «παλιοΣ.» είπα μόλις βρήκα ένα στυλό.
Σώπασε η κόλλα αφού πρώτα ψέκασε κάτι επάνω της
κι έγινε παγωμένος ολισθηρός τοίχος.
Σε πείσμα κυρίως του Σ. προσπάθησα να τον σκαρφαλώσω.
Ο ίσκιος μου σκέπαζε ίσαμε μιας κουκκίδας τόπο.
Σχημάτισα το «Δ» και το «Ι»
ξανά και ξανά μόνο αυτά τα δύο γράμματα.
Τα λόγια του Σ. πετούσαν ‘δω και ‘κει
ρίχνοντας πυκνές σκιές κι ανεμίζοντας γελοία τα μαλλιά μου.
Κατέβηκα.
Είπα στην κόλλα: "Ο πόθος μου για σένα
κιόλας να ξεθύμανε".
photolink |
2.
Πτώση ποιήματος
Άκουγα ασπρόμαυρα αμερικάνικα τραγούδια
όταν παρασταθήκατε στην πτώση ενός ποιήματος
οι περαστικοί συνοδηγοί
να γλιστρά να σβήνει μες σε υπόγεια νερά
όπως φιλί που δόθηκε σε ξένον ύπνο.
Χόρεψε η καρδιά
ψηλά πάνω από τ’ αυτοκίνητο
μ’ αγαπήσατε
κι ύστερα
η μουσική σταμάτησε.
^(τα ποιήματα
1 & 2 είναι από τη συλλογή «Ψεύτης Ύπνος»)
photolink |
3.
Χτες πέρασα από το
καγκέλι σου.
Με φώναξε ο
ερειπωμένος κήπος σου.
Πιάστηκε απ' τα
πόδια μου, δεν μ' άφηνε.
photolink |
4.
Φ
Ο
Β
Α
Μ
Α
Ι
Το ακίνητο ύφασμα
στο πρόσωπο του χρόνου
Την αδυσώπητη
αχρηστία των δακρύων μέσα στο κλάμα
Τα τυφλά
δρομολόγια των χτύπων
Τα
ανθρώπινα.
photolink |
5.
Ξυπνά με την ηχώ
των ανθρώπων που γέρνουν.
Οι ορίζοντες πλέουν γαλήνια
στο στήθος του παιδιού.
Χτύπησε η καμπάνα
σαν από άξαφνη σκέψη
σαν από άξαφνη σκέψη
ένα παιδί ξάγρυπνο
και η καμπάνα συνεννοήθηκαν
και η καμπάνα συνεννοήθηκαν
έριξε αυτή το σκοινί
το παιδί σκαρφάλωσε
το σκοινί προχώρησε
ανάμεσα σε βλέμματα
και άστρα
στην άκρη περίμενε
ανοίγοντας την αγκαλιά της
η μητέρα.To παιδί ανέβαινε
το παιδί σκαρφάλωσε
το σκοινί προχώρησε
ανάμεσα σε βλέμματα
και άστρα
στην άκρη περίμενε
ανοίγοντας την αγκαλιά της
η μητέρα.To παιδί ανέβαινε
ως το πρωί
που ξύπνησε από την ηχώ
των ανθρώπων που γέρνουν
κάτω από τον ανύπαρκτο ουρανό.
photolink |
6.
Ένα μεσημέρι σε
πάροδο της Λεμεσού
περιμένοντας τη
Δανάη
να σχολάσει από το
φροντιστήριό της.
Ένας γάτος
με σιγουριά
κατεύθυνσης
περπατά νωχελικά
στην άσφαλτο
ένας άντρας με
κοιτάζει
σκύβω ντροπαλά κι
αντιγράφω
από το στόμα της
στιγμής
δεν
θα
τον
ξανα
δώ
πώς θα ζήσει πώς
θα πεθάνει
s
Με καλούν θαρρώ
τα σχήματα των
γραμμάτων
τάχα πως το' χει
ανάγκη
η Αντρειάνα καθώς
πλέκει
κι ο Ευέλθοντας
που περπατά πλάι
στο υδραγωγείο
-άνθρωποι κυρίως
νεκροί -.
photolink |
7.
Παραμύθι
Πρωί και βράδυ
το σπίτι υπήρχε.
Με τις ρίζες
χιλιόχρονου δέντρου
με τα κλαδιά και
τα πουλιά του
στην καρδιά.
Μια μέρα πέταξαν
όλα μαζί γι αλλού.
Το ένα σήμερα
σκέπασε το άλλο.
Ο ύπνος στένευε
ολοένα.
Άνοιγαν ρήγματα οι
τοίχοι.
Χυνόταν μια ευωδιά
ακατοίκητης
αποθήκης.
Κανείς δεν άκουγε.
Μόνον ο ύπνος.
^(τα ποιήματα 3, 4, 5, 6 & 7 είναι από τη συλλογή «Το άγαλμά μου είναι οι άλλοι»)
_________________________________________________________________________________
Το Τρένο της ποίησης σφυρίζει:
Τα δρομολόγια του Τρένου, που ξεκινούν ποτέ χωρίς επαρκή λόγο, παρά δικαιο-λογώντας με την ύπαρξη τους εκείνα τα ταξίδια που μας επιστρέφουν στη ρίζα της ποίησης, βρίσκουν στην ποίηση της Ρωξάνης πρωτογενή, κινητήρια δύναμη.
Η ίδια λέει για τον εαυτό της:
Γεννήθηκα στη Λεμεσό της Κύπρου.
Φοίτησα στο Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Χαϊδελβέργης και σπούδασα
σκηνογραφία /ενδυματολογία στην Αθήνα.
Εξέδιδα για βραχύ χρονικό διάστημα το καλλιτεχνικό περιοδικό Ψιχάδι.
Το πρώτο βιβλίο μου με ποιήματα εκδόθηκε ιδιωτικά το 2000 και είχε τον τίτλο: «Ποιήματα 1991-1999».
Αρκετά από τα ποιήματα που έγραψα από τότε μέχρι σήμερα περιλαμβάνονται
στις συλλογές μου «Ψεύτης Ύπνος» και «Το Άγαλμα Μου Είναι Οι Άλλοι» οι οποίες παραμένουν ανέκδοτες.
Ζω στο Κολόσσι της Λεμεσού όπου προηγήθηκαν εκείνοι απ’ τους οποίους κυρίως αντλώ το νόημα της ύπαρξής μου. Οι υπόλοιποι κατοίκησαν στη Λάνεια και σε άλλα υπαρκτά και φανταστικά μέρη του κόσμου.
Ρωξάνη Νικολάου
Σχόλια