ΕΝΑΝΤΙΟΔΡΟΜΙΑ
Ὅλα
ν’ ἀλλάξουν ὄνομα καὶ μόνο τ’ οὐρανοῦ
νὰ μείνει τὸ ἴδιο
Τὴν
ψυχὴ νὰ τὴν ποῦμε ἴλιγγο καὶ μέθη,
ρουφήχτρα σκοταδιοῦ καὶ ἥλιου
Τὸν
ἥλιο νὰ τὸν ποῦμε πολλαπλασιασμένο
δάσος
Τὸ
δάσος ἔκρηξη σ’ ἄγγιγμα σύννεφου
Τὸ
σύννεφο κομμένη κραυγὴ σκοτωμένου
Τὸν
σκοτωμένο ὀμορφιὰ ποὺ τῆς ἔβγαλαν
τὰ μάτια
Τὰ
μάτια κομμάτια οὐρανοῦ ποὺ σφυροκοπᾶνε
τοὺς πόθους
Τὴ
νύχτα νὰ τὴν ποῦμε μυρμηγκιὰ ποὺ
ἐξιλεώνει τὴ σκέψη
Τὴ
σκέψη ἀφαίρεση ὅλων τῶν ἀριθμῶν ἀπ’
τὸ ἔξαλλο ἄθροισμα τῆς πέτρας καὶ
τῆς πετριᾶς
Τὴ
γυναίκα πυράκανθα, τὸν ἄντρα καὶ τὸ
παιδὶ αὐλὸ ἀπὸ μυρωδάτο ξύλο
Τὴν
πυράκανθα πετριὰ στὸ πετρωμένο τοῦ
νοῦ
Τὸν
αὐλὸ αὖρες ποὺ φυσοῦν παντοῦ ὡς καὶ
στὰ λόγια ποὺ τὰ πίνει ἡ αὐγὴ
Τὴν
αὐγὴ νὰ τὴν ποῦμε μάτι ὀρθάνοιχτο
στὰ θηρία ἢ στὸ δίκηο τοῦ θεοῦ
Τὸ
θεὸ διαδρομὴ τοῦ ἄστρου καὶ τοῦ
ζωυφιοῦ στὴν ἴδια ἀγριάδα
Ὅπου
ἕνας λύκος ἕνα βρέφος κι’ ἕνα ἀηδόνι
σκιρτοῦν στὴ λέξη «ἀεί»
Τότε
καθὼς θὰ ’χω πλαγιάσει σ’ ἕνα λειβάδι
θὰ ’μαι τὸ ἀδολοφόνητο κορμὶ ἀντάμα
μ’ ὅλες τὶς καμπύλες
Καὶ
μ’ ὅλα τ’ ἄγρια πουλιὰ ποὺ ’χε
γεννήσει ἡ ἄμωμη καρδιὰ
Καὶ
θὰ ’μαι τὸ ἄστρο ποὺ φέγγει μὲς στὸ
μεσημέρι ἴδιο ἀπριλιάτικη περπατησιὰ
Ὁ
ψίθυρος «κουράγιο φίλε» στὸ αὐτὶ τοῦ
κοκκαλιάρη ἀφρικανοῦ
Μαγνήτης
ποὺ ἠλεκτροθυμίζει, χωάνη κυκλοέλικτη
αἰσθημάτων
Ἀνάποδος
στροβιλισμὸς ὅλων μαζὶ τῶν ζωντανῶν
μέσα στὸ βόγγο τῆς θαλάσσης, ὅπως
καθρεφτίζει
Ἄστρο
τὸν κάτοικο τοῦ ψαροκάλυβου ποὺ λείπει:
Ἐμένα
ποὺ δὲ ζῶ καὶ μὲς στ’ αὐτί μου
ξαγρυπνάω
Αἰῶνες.
22 Σεπτεμβρίου 1922- 22 Απριλίου 1987
Σχόλια