Στο σπίτι εκείνο φοβόμουνα να ζήσω.
Και ούτε η ζεστή φωτιά στο τζάκι,
ούτε η κούνια του μικρού παιδιού μας
ούτε ότι ήμασταν ακόμα νέοι,
γεμάτοι σχέδια, δεν με βοηθούσε
ν’ απαλλαγώ από την αίσθηση του τρόμου.
Και έμαθα να τον κοροϊδεύω,
και άφηνα κανάτα με κρασί
και κόρα για εκείνον, που τη νύχτα
σαν το σκυλί γρατζούνιζε την πόρτα
ή έριχνε ματιές από τον φεγγίτη.
Και κάναμε προσπάθεια ν’ αγνοούμε,
τι γίνεται πίσω από τον καθρέφτη,
κάτω από ποιές βαριές και μαύρες μπότες
στενάζουνε συχνά τα σκαλοπάτια
εκλιπαρώντας να τα λυπηθούμε.
Παράξενα χαμογελούσες τότε.
«Ποιον κουβαλάνε πάλι μες στη νύχτα;»
Τώρα από κει, που ξέρουν όλα, πες μου:
Τί ήταν αυτό, που ζούσε πλάι μου;
†από
τις «Βόρειες Ελεγείες»
Σχόλια