περιμένοντας στην αποβάθρα του Τρένου: T.S. Eliot [Four Quartets] - απόσπασμα


Photo link

Burnt Norton
 
   I      

Ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος
είναι ίσως και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο
και ο μέλλων χρόνος να περιέχεται στον παρελθόντα χρόνο.
Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών
όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί.
Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί είναι μια αφαίρεση 
που παραμένει μια διαρκής δυνατότητα
μόνο σ' έναν κόσμο από εικασίες.
Ό,τι θα μπορούσε να συμβεί και ό,τι συνέβη
δείχνουν σ' ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν.
Βήματα αντηχούν στη μνήμη
στο μονοπάτι που δεν πήραμε
προς την πόρτα που ποτέ δεν ανοίξαμε
του κήπου με τις τριανταφυλλιές. Οι λέξεις μου αντηχούν 
επομένως, στο μυαλό σου.
                                           Όμως για ποιό λόγο
να ταράξει κανείς τη σκόνη στην κούπα με τα ροδόφυλλα
δεν ξέρω.
                                          Άλλοι αντίλαλοι
κατοικούν στον κήπο. Να τους ακολουθήσουμε;
Γρήγορα, είπε το πουλί, βρείτε τους, βρείτε τους,
εδώ γύρω. Πέρα από την πρώτη πύλη,
στον πρώτο μας κόσμο, ν' ακολουθήσουμε
της τσίχλας το τέχνασμα; Στον πρώτο μας κόσμο.
Εκεί βρίσκονταν, επιβλητικοί, αόρατοι,
κινούσαν αβίαστα, πάνω από τα νεκρά φύλλα,
στη ζέστη του φθινοπώρου, μέσα από τον παλλόμενο άνεμο,
και το πουλί λάλησε, απαντώντας
στην ανήκουστη μουσική την κρυμμένη στους θάμνους,
και οι αθέατες ακτίνες των ματιών διασταυρώθηκαν
             γιατί τα τριαντάφυλλα
είχαν την όψη λουλουδιών που κάποιος τα κοιτάζει.
Εκεί βρίσκονταν ως καλεσμένοι μας,
             που τους δεχόμασταν και μας δέχονταν.
Εκεί κινήσαμε, κι αυτοί μαζί, με τρόπο τελετουργικό,
κατά μήκος της έρημης αλέας, στων πυξαριών τον κύκλο,
να δούμε τη στραγγισμένη στέρνα.
Στεγνή η στέρνα, στεγνό τσιμέντο, καφετί στις άκρες,
και η στέρνα γέμισε νερό απ' το φως του ήλιου,
και ο λωτός αναδύθηκε, ήσυχα, ήσυχα,
η επιφάνεια έλαμψε από την καρδιά του φωτός,
και εκείνοι ήταν πίσω μας, καθρεφτισμένοι στη στέρνα.
Ύστερα πέρασε ένα σύννεφο, κι άδειασε η στέρνα.
Φύγετε, είπε το πουλί, γιατί οι φυλλωσιές
             ήταν γεμάτες παιδιά,
με έξαψη κρυμμένα, τα γέλια συγκρατώντας.
Φύγετε, φύγετε, φύγετε, είπε το πουλί: το ανθρώπινο είδος
δεν μπορεί ν' αντέξει πολλή πραγματικότητα.
Ο παρελθών χρόνος και ο μέλλων χρόνος
ό,τι θα μπορούσε να είχε συμβεί και ό,τι συνέβη
δείχνουν σ' ένα τέλος, που είναι πάντοτε παρόν. 


μετάφραση: Χάρης Βλαβιανός
[από τη δίγλωσση έκδοση των Τεσσάρων Κουαρτέτων, Εκδόσεις Πατάκη 2012]

Photo link
 Burnt Norton
 
    I 
Time present and time past
Are both perhaps present in time future,
And time future contained in time past.
If all time is eternally present
All time is unredeemable.
What might have been is an abstraction 
Remaining a perpetual possibility
Only in a world of speculation.
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.
Footfalls echo in the memory
Down the passage which we did not take
Towards the door we never opened
Into the rose-garden. My words echo
Thus, in your mind.
                     But to what purpose
Disturbing the dust on a bowl of rose-leaves
I do not know.
                Other echoes
Inhabit the garden. Shall we follow?
Quick, said the bird, find them, find them,
Round the corner. Through the first gate,
Into our first world, shall we follow
The deception of the thrush? Into our first world.
There they were, dignified, invisible,
Moving without pressure, over the dead leaves,
In the autumn heat, through the vibrant air,
And the bird called, in response to
The unheard music hidden in the shrubbery,
And the unseen eyebeam crossed, for the roses 
Had the look of flowers that are looked at.
There they were as our guests, accepted and accepting.
So we moved, and they, in a formal pattern,
Along the empty alley, into the box circle,
To look down into the drained pool.
Dry the pool, dry concrete, brown edged,
And the pool was filled with water out of sunlight,
And the lotos rose, quietly, quietly,
The surface glittered out of heart of light,
And they were behind us, reflected in the pool.
Then a cloud passed, and the pool was empty.
Go, said the bird, for the leaves were full of children,
Hidden excitedly, containing laughter.
Go, go, go, said the bird: human kind
Cannot bear very much reality.
Time past and time future
What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.


                                                           T.S. Eliot (1888-1965)

Σχόλια