ΣΚΛΗΡΟ
ΓΑΛΑΖΙΟ
Εβλεπε τις φάτσες που των περιτριγύριζαν, κενές, απρόσωπες, εφιαλτικές, χωρίς κάνενα χαρακτηριστικό, καποια ιδιαιτερότητα, ομοιομορφία στρατοπέδου,μοιάζαν σαν τα βιβλία που κοιτούσε σε εκείνο το απόμερο ξεχασμένο απ τους πάντες παλαιοβιβλιοπωλείο, όλα είχαν ξεθωριάσει και είχαν πάρει το αδιάφορο γαλανό χρώμα του καλοκαιρινου ουρανού. Μόνο ένας κοντόχοντρος γέρος άραζε μέσα, ιδρωμένος περιμένε πότε θα σκάσει μύτη κανας περίεργος νεαρός για να του δείξει βαριεστημένα κάποια βιβλία θλιβερών εκδόσεων... Έτσι γίναμε σκέφτηκε, ομοιόμορφοι και αδιάφοροι,
ζήτημα χρόνου είναι να σαπίσουμε μέσα σε κάποια άκρη και στην βιτρίνα θα ξεθωριάζει μόνο το ενοικιαστήριο, και τότε εμέις απο το βαθύ σκοτάδι του μαγαζιου θα το ζηλεύουμε, γιατί είμασταν εμείς κάποτε στην θέση του, θα ζηλεύουμε αρρωστημένα ,το τίποτα, το μηδέν. Μην ξεθωριάσουμε ρε γαμώτο, σκέφτηκε, μόνο στα χέρια των ανθρώπων να καταστραφουμε, με τις σελίδες μας τσαλακωμένες, γεμάτοι υπογραμμίσεις και εξώφυλλα σκισμένα.Μόνο έτσι.
ΕΓΩ
Βραχος απο χρόνια συσσώρευση βολικής ανακυκλωμένης μιζέριας και φαγωμένος απο δερμάτων πόρους σφοδρες ριπές ανεμων εντέλει συνθλίφτηκα απ τους αλλεπάληλους κυματισμους των μαλλιων της κι η άμμος την κλεψύδρα του κορμιου της πολιόρκησε αναζητώντας αέναη πανεμορφη μαγευτική μυρωδική επανάληψη αλλά ματάια όπως μέλισσα απελπισμένη που χτυπά τζαμι παραθύρου μεθυσμένη απ'τα χρώματα που χάνονται στον ορίζοντα με ένα άισθημα αρρώστου που καλουν απο παράθυρο θαλάμου μητροπολιτικές σειρήνες τίποτα μόνο πορείες μίσους κατ' εαυτον κατω απο κίτρινους πυρσους δρόμων και βλέμμα μαραμένων φύλλων σε ραγισμένους απο ονειρων συνωστισμούς καθρέφτες γυρισμού μετα μίας διανοητικής άνοιξης που έβγαλε άρρωστους καρπούς σε πνιγηρά θερμοκήπια και ως δικαιοσύνη ήρθε φθινόπωρο με ψευδεπίγραφα ελπιδοφόρα διαδικασια παραγωγής λιπάσματος αέναη τελικά η συνθήκη αναπαραγωγής φτώχειας παρακμής φτιασιδωμένης απο διαδικτυακές βιτρίνες κι απο αρώματα όμορφων λόγων προσεκτικά επιλεγμένων απο τα βάθη του νου.
Εβλεπε τις φάτσες που των περιτριγύριζαν, κενές, απρόσωπες, εφιαλτικές, χωρίς κάνενα χαρακτηριστικό, καποια ιδιαιτερότητα, ομοιομορφία στρατοπέδου,μοιάζαν σαν τα βιβλία που κοιτούσε σε εκείνο το απόμερο ξεχασμένο απ τους πάντες παλαιοβιβλιοπωλείο, όλα είχαν ξεθωριάσει και είχαν πάρει το αδιάφορο γαλανό χρώμα του καλοκαιρινου ουρανού. Μόνο ένας κοντόχοντρος γέρος άραζε μέσα, ιδρωμένος περιμένε πότε θα σκάσει μύτη κανας περίεργος νεαρός για να του δείξει βαριεστημένα κάποια βιβλία θλιβερών εκδόσεων... Έτσι γίναμε σκέφτηκε, ομοιόμορφοι και αδιάφοροι,
ζήτημα χρόνου είναι να σαπίσουμε μέσα σε κάποια άκρη και στην βιτρίνα θα ξεθωριάζει μόνο το ενοικιαστήριο, και τότε εμέις απο το βαθύ σκοτάδι του μαγαζιου θα το ζηλεύουμε, γιατί είμασταν εμείς κάποτε στην θέση του, θα ζηλεύουμε αρρωστημένα ,το τίποτα, το μηδέν. Μην ξεθωριάσουμε ρε γαμώτο, σκέφτηκε, μόνο στα χέρια των ανθρώπων να καταστραφουμε, με τις σελίδες μας τσαλακωμένες, γεμάτοι υπογραμμίσεις και εξώφυλλα σκισμένα.Μόνο έτσι.
ΕΓΩ
Βραχος απο χρόνια συσσώρευση βολικής ανακυκλωμένης μιζέριας και φαγωμένος απο δερμάτων πόρους σφοδρες ριπές ανεμων εντέλει συνθλίφτηκα απ τους αλλεπάληλους κυματισμους των μαλλιων της κι η άμμος την κλεψύδρα του κορμιου της πολιόρκησε αναζητώντας αέναη πανεμορφη μαγευτική μυρωδική επανάληψη αλλά ματάια όπως μέλισσα απελπισμένη που χτυπά τζαμι παραθύρου μεθυσμένη απ'τα χρώματα που χάνονται στον ορίζοντα με ένα άισθημα αρρώστου που καλουν απο παράθυρο θαλάμου μητροπολιτικές σειρήνες τίποτα μόνο πορείες μίσους κατ' εαυτον κατω απο κίτρινους πυρσους δρόμων και βλέμμα μαραμένων φύλλων σε ραγισμένους απο ονειρων συνωστισμούς καθρέφτες γυρισμού μετα μίας διανοητικής άνοιξης που έβγαλε άρρωστους καρπούς σε πνιγηρά θερμοκήπια και ως δικαιοσύνη ήρθε φθινόπωρο με ψευδεπίγραφα ελπιδοφόρα διαδικασια παραγωγής λιπάσματος αέναη τελικά η συνθήκη αναπαραγωγής φτώχειας παρακμής φτιασιδωμένης απο διαδικτυακές βιτρίνες κι απο αρώματα όμορφων λόγων προσεκτικά επιλεγμένων απο τα βάθη του νου.
Σχόλια