μεταφράσεις στο Τρένο: Φίλιπ Λεβίν - Τελευταία λόγια

http://www.flickr.com/photos/39135731@N04/7054895229
Τελευταία   λόγια                                                                                   

Αν το παπούτσι έπεφτε από το άλλο πόδι
ποιός θα τ' άκουγε; Αν η πόρτα
άνοιγε σε ένα άθικτο σκοτάδι
και δεν ήταν όνειρο; Αν η ζωή σου
τέλειωνε με τον τρόπο που ένα βιβλίο τελειώνει
με μισή λευκή σελίδα και τους επιζώντες
να έχουν πάει μακριά στην Αφρική ή στην τρέλα;
Αν η ζωή μου τέλειωνε αργά την άνοιξη
του 1964 ενώ περπάταγα μονάχος
κατηφορίζοντας πίσω τον δρόμο του βουνού;
Τραγουδάω ένα παλιό
τραγούδι στον εαυτό μου. Μελετάω
τον τρόπο που το χιόνι παραμένει, γκρίζο
και υγρό, στις βαθιούς ίσκιους των ελάτων.
Αναρωτιέμαι αν το ποδήλατο είναι ασφαλές κρυμμένο
πίσω ακριβώς απ' τον αυτοκινητόδρομο. Ευθεία μπροστά
ο δρόμος, μαύρος και στριφογυριστός, σβήνει
μακριά, και υπάρχει μια κοιλάδα όπου
έζησα τη μισή μου τη ζωή, απόκοσμη
και ήσυχη. Αναστενάζω με ευγνωμοσύνη,
και τότε αισθάνομαι ένα πόνο παράξενο να ανεβαίνει
από το πίσω μέρος του κεφαλιού μου,
και τα μάτια μου μαυρίζουν. Λυγίζω προς τα μπρος
και βάζω τις παλάμες μου σε κάτι που είναι σκληρό,
την μαύρη άσφαλτο ή ένα χωράφι καλαμιών,
και η κίνηση είναι αυτή του μετανοημένου
ακριβώς πριν να σταθεί στο πλήρες ύψος του
με τη γνώση της τεραστιότητάς του.
Για εκείνη τη στιγμή που θα επιζήσει
το κάψιμο όλων των μικρών πουγκιών
του λίπους και του λαδιού που είναι η ψυχή,
εγώ είμαι η ψυχή που τεντώνεται
ως την απώτατη εμβέλεια των δαχτύλων μου
και παραπέρα, λάμποντας σαν δέκα κεριά
στο θησαυροφυλάκιο της νύχτας για τον καθέναν
που μπορούσε να δει, ακόμα κι αν είναι
12:40 το απόγευμα κι εγώ
έχω περάσει απ' το σκοτάδι στο φως του ήλιου
τόσο έντονο που ο ιδρώτας ρέει προς τα κάτω
μες στα μάτια μου. Δεν σηκώθηκα.
Ένας αέρας ή ένα ζώο αδέσποτο ή μια ομάδα
από παιδιά με έσυρε στο πλάι
του δρόμου και με γύρισε απ' την άλλη
ώστε τα ανοιχτά μου μάτια να πλημμυρίσουν ουρανό.
Τα ρούχα μου βάλθηκαν να γλιστρούν κάτω
τον δρόμο χωρίς εμένα, αεροστατώντας
μακριά σε κάθε σχήμα, ζαλισμένα
με την απελευθέρωση. Τα νομίσματα, τα δαχτυλίδια μου,
τα κλειδιά του σπιτιού μου θρυμματίστηκαν
όπως ο πάγος κι έπεσαν μέσα στου βουνού
τ' αγκάθια και γρασίδια, μικρά λαμπερά σημεία
που σε κάνουν να νομίζεις πως είναι μαγεία
σε καθετί που βλέπεις. Όχι, δεν
μπορεί, λες, γιατί κάποιος σου μιλάει
ήρεμα με μια φωνή που ξέρεις.
Κάποιος ζωντανός και σίγουρος έχει αποθέσει
καθένα από αυτά τα λόγια ακριβώς
όπως τα θέλει στη σελίδα.
Έζησες μέσα σε χρόνια
άρνησης, δημόσιων ψεμάτων, θανάτου
που πέφτει σαν το χιόνι σε όποιο κεφάλι
επιλέξει. Δεν είσαι παιδί.
Ξέρεις τ' αληθινό. Είμαι
εδώ, όπως ήμουν πάντα, πιστός
σε μια ανάγκη να μιλάω ακόμα κι όταν όλο κι όλο
που ακούς είναι ένα ελαφρύ ρεύμα αγέρα
που γαργαλάει το αυτί σου. Ίσως.
Κι αν όμως αυτή η ξεραμένη δέσμη
φύλλων και βρωμιάς δεν ήτανε βρωμιά
και φύλλα αλλά η ξοδεμένη ψίχα
μίας πεθυμιάς να είσαι ανθρώπινος; Σταμάτα το αμάξι,
σβήσε τη μηχανή, και στάσου
στη σιωπή πάνω από τη ζωή σου. Δες
πώς τα καθρεφτάκια στο γρασίδι φλέγουν, πώς
ένας άνεμος ανεβαίνει την πλαγιά του λόφου
σταθερά προς τα εσένα ώσπου ξεχύνεται
μέσα στ' αυτιά σου σαν ανάσα που έρχεται
και φεύγει, απαλλαγμένη απ' τη δουλεία της
στο αίμα ή στα λόγια και χωρίς ν' αρνιέται τίποτα.
 μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου                                                                                               
http://www.flickr.com/photos/photofanatic400/6642559857/sizes/m/in/photostream/      

   Last Words                                                               
If the shoe fell from the other foot
who would hear? If the door
opened onto a pure darkness
and it was no dream? If your life
ended the way a book ends
with half a blank page and the survivors
gone off to Africa or madness?
If my life ended in late spring
of 1964 while I walked alone
back down the mountain road?
I sing an old song to myself. I study
the way the snow remains, gray
and damp, in the deep shadows of the firs.
I wonder if the bike is safe hidden
just off the highway. Up ahead
the road, black and winding, falls
away, and there is the valley where
I lived half of my life, spectral
and calm. I sigh with gratitude,
and then I feel an odd pain rising
through the back of my head,
and my eyes go dark. I bend forward
and place my palms on something rough,
the black asphalt or a field of stubble,
and the movement is that of the penitent
just before he stands to his full height
with the knowledge of his enormity.
For that moment which will survive
the burning of all the small pockets
of fat and oil that are the soul,
I am the soul stretching into
the furthest reaches of my fingers
and beyond, glowing like ten candles
in the vault of night for anyone
who could see, even though it is
12:40 in the afternoon and I
have passed from darkness into sunlight
so fierce the sweat streams down
into my eyes. I did not rise.
A wind or a stray animal or a group
of kids dragged me to the side
of the road and turned me over
so that my open eyes could flood heaven.
My clothes went skittering down
the road without me, ballooning
out into any shape, giddy
with release. My coins, my rings,
the keys to my house shattered
like ice and fell into the mountain
thorns and grasses, little bright points
that make you think there is magic
in everything you see. No, it can't
be, you say, for someone is speaking
calmly to you in a voice you know.
Someone alive and confident has put
each of these words down exactly
as he wants them on the page.
You have lived through years
of denial, of public lies, of death
falling like snow on any head
it chooses. You're not a child.
You know the real thing. I am
here, as I always was, faithful
to a need to speak even when all
you hear is a light current of air
tickling your ear. Perhaps.
But what if that dried bundle
of leaves and dirt were not dirt
and leaves but the spent wafer
of a desire to be human? Stop the car,
turn off the engine, and stand
in the silence above your life. See
how the grass mirrors fire, how
a wind rides up the hillside
steadily toward you until it surges
into your ears like breath coming
and going, released from its bondage
to blood or speech and denying nothing.

 
Philip Levine
1928-

Σχόλια