Τελευταία
λόγια
Αν
το παπούτσι έπεφτε από το άλλο πόδι
ποιός
θα τ' άκουγε; Αν η πόρτα
άνοιγε
σε ένα άθικτο σκοτάδι
και
δεν ήταν όνειρο; Αν η ζωή σου
τέλειωνε
με τον τρόπο που ένα βιβλίο τελειώνει
με
μισή λευκή σελίδα και τους επιζώντες
να
έχουν πάει μακριά στην Αφρική ή στην
τρέλα;
Αν
η ζωή μου τέλειωνε αργά την άνοιξη
του
1964 ενώ περπάταγα μονάχος
κατηφορίζοντας
πίσω τον δρόμο του βουνού;
τον
τρόπο που το χιόνι παραμένει, γκρίζο
και
υγρό, στις βαθιούς ίσκιους των ελάτων.
Αναρωτιέμαι
αν το ποδήλατο είναι ασφαλές κρυμμένο
πίσω
ακριβώς απ' τον αυτοκινητόδρομο. Ευθεία
μπροστά
ο
δρόμος, μαύρος και στριφογυριστός,
σβήνει
μακριά,
και υπάρχει μια κοιλάδα όπου
έζησα
τη μισή μου τη ζωή, απόκοσμη
και
ήσυχη. Αναστενάζω με ευγνωμοσύνη,
και
τότε αισθάνομαι ένα πόνο παράξενο να
ανεβαίνει
από
το πίσω μέρος του κεφαλιού μου,
και
τα μάτια μου μαυρίζουν. Λυγίζω προς τα
μπρος
και
βάζω τις παλάμες μου σε κάτι που είναι
σκληρό,
την
μαύρη άσφαλτο ή ένα χωράφι καλαμιών,
και
η κίνηση είναι αυτή του μετανοημένου
ακριβώς
πριν να σταθεί στο πλήρες ύψος του
με
τη γνώση της τεραστιότητάς του.
Για
εκείνη τη στιγμή που θα επιζήσει
το
κάψιμο όλων των μικρών πουγκιών
του
λίπους και του λαδιού που είναι η ψυχή,
εγώ
είμαι η ψυχή που τεντώνεται
ως
την απώτατη εμβέλεια των δαχτύλων μου
και
παραπέρα, λάμποντας σαν δέκα κεριά
στο
θησαυροφυλάκιο της νύχτας για τον
καθέναν
που
μπορούσε να δει, ακόμα κι αν είναι
12:40
το απόγευμα κι εγώ
έχω
περάσει απ' το σκοτάδι στο φως του ήλιου
τόσο
έντονο που ο ιδρώτας ρέει προς τα κάτω
μες
στα μάτια μου. Δεν σηκώθηκα.
Ένας
αέρας ή ένα ζώο αδέσποτο ή μια ομάδα
από
παιδιά με έσυρε στο πλάι
του
δρόμου και με γύρισε απ' την άλλη
ώστε
τα ανοιχτά μου μάτια να πλημμυρίσουν
ουρανό.
Τα
ρούχα μου βάλθηκαν να γλιστρούν κάτω
τον
δρόμο χωρίς εμένα, αεροστατώντας
μακριά
σε κάθε σχήμα, ζαλισμένα
με
την απελευθέρωση. Τα νομίσματα, τα
δαχτυλίδια μου,
τα
κλειδιά του σπιτιού μου θρυμματίστηκαν
όπως
ο πάγος κι έπεσαν μέσα στου βουνού
τ'
αγκάθια και γρασίδια, μικρά λαμπερά
σημεία
που
σε κάνουν να νομίζεις πως είναι μαγεία
σε
καθετί που βλέπεις. Όχι, δεν
μπορεί,
λες, γιατί κάποιος σου μιλάει
ήρεμα
με μια φωνή που ξέρεις.
Κάποιος
ζωντανός και σίγουρος έχει αποθέσει
καθένα
από αυτά τα λόγια ακριβώς
όπως
τα θέλει στη σελίδα.
Έζησες
μέσα σε χρόνια
άρνησης,
δημόσιων ψεμάτων, θανάτου
που
πέφτει σαν το χιόνι σε όποιο κεφάλι
επιλέξει.
Δεν είσαι παιδί.
Ξέρεις
τ' αληθινό. Είμαι
εδώ,
όπως ήμουν πάντα, πιστός
σε
μια ανάγκη να μιλάω ακόμα κι όταν όλο
κι όλο
που
ακούς είναι ένα ελαφρύ ρεύμα αγέρα
που
γαργαλάει το αυτί σου. Ίσως.
Κι
αν όμως αυτή η ξεραμένη δέσμη
φύλλων
και βρωμιάς δεν ήτανε βρωμιά
και
φύλλα αλλά η ξοδεμένη ψίχα
μίας
πεθυμιάς να είσαι ανθρώπινος; Σταμάτα
το αμάξι,
σβήσε
τη μηχανή, και στάσου
στη
σιωπή πάνω από τη ζωή σου. Δες
πώς
τα καθρεφτάκια στο γρασίδι φλέγουν, πώς
ένας
άνεμος ανεβαίνει την πλαγιά του λόφου
σταθερά
προς τα εσένα ώσπου ξεχύνεται
μέσα
στ' αυτιά σου σαν ανάσα που έρχεται
και
φεύγει, απαλλαγμένη απ' τη δουλεία της
στο
αίμα ή στα λόγια και χωρίς ν' αρνιέται τίποτα.
μετάφραση:
Μαρία Θεοφιλάκου
Last Words
If the shoe
fell from the other foot
who would
hear? If the door
opened onto
a pure darkness
and it was
no dream? If your life
ended the
way a book ends
with half a
blank page and the survivors
gone off to
Africa or madness?
If my life
ended in late spring
of 1964
while I walked alone
back down
the mountain road?
I sing an
old song to myself. I study
the way the
snow remains, gray
and damp,
in the deep shadows of the firs.
I wonder if
the bike is safe hidden
just off
the highway. Up ahead
the road,
black and winding, falls
away, and
there is the valley where
I lived
half of my life, spectral
and calm. I
sigh with gratitude,
and then I
feel an odd pain rising
through the
back of my head,
and my eyes
go dark. I bend forward
and place
my palms on something rough,
the black
asphalt or a field of stubble,
and the
movement is that of the penitent
just before
he stands to his full height
with the
knowledge of his enormity.
For that
moment which will survive
the burning
of all the small pockets
of fat and
oil that are the soul,
I am the
soul stretching into
the
furthest reaches of my fingers
and beyond,
glowing like ten candles
in the
vault of night for anyone
who could
see, even though it is
12:40 in
the afternoon and I
have passed
from darkness into sunlight
so fierce
the sweat streams down
into my
eyes. I did not rise.
A wind or a
stray animal or a group
of kids
dragged me to the side
of the road
and turned me over
so that my
open eyes could flood heaven.
My clothes
went skittering down
the road
without me, ballooning
out into
any shape, giddy
with
release. My coins, my rings,
the keys to
my house shattered
like ice
and fell into the mountain
thorns and
grasses, little bright points
that make
you think there is magic
in
everything you see. No, it can't
be, you
say, for someone is speaking
calmly to
you in a voice you know.
Someone
alive and confident has put
each of
these words down exactly
as he wants
them on the page.
You have
lived through years
of denial,
of public lies, of death
falling
like snow on any head
it chooses.
You're not a child.
You know
the real thing. I am
here, as I
always was, faithful
to a need
to speak even when all
you hear is
a light current of air
tickling
your ear. Perhaps.
But what if
that dried bundle
of leaves
and dirt were not dirt
and leaves
but the spent wafer
of a desire
to be human? Stop the car,
turn off
the engine, and stand
in the
silence above your life. See
how the
grass mirrors fire, how
a wind
rides up the hillside
steadily
toward you until it surges
into your
ears like breath coming
and going,
released from its bondage
to blood or
speech and denying nothing.
Philip
Levine
1928-
Σχόλια