Αναδημοσίευση από το Περιοδικό Βακχικόν, Τεύχος #19 (διαβάστε εδώ)
Photos hyperlink:εδώ
Ο δαίμονας του τυπογραφείου ήταν το έρεισμα για να γράψει η, νέα τότε στην πόλη της Νέας Υόρκης, Elizabeth Bishop, ένα από τα πρώιμα και πλέον μυθοπλαστικά της ποιήματα: το λανθασμένο στην εφημερίδα τύπωμα της λέξης «mammoth» (μαμούθ) σε «manmoth», που παραπέμπει στις λέξεις «man» (άνθρωπος) και «moth» (πεταλούδα της νύχτας), έφτασε για να γεννηθεί το παράξενο πλάσμα της ποιήτριας (Ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα/ The Man-Moth, 1935) που ζει στους υπόγειους σταθμούς της πόλης και τρέφεται με τα ίδια του τα δάκρυα.
Στο διάνυσμα του χρόνου,
συχνά οι πολιτισμοί ταύτισαν τις πεταλούδες της νύχτας με τις ανθρώπινες ψυχές, τον ύπνο και τον θάνατο. Δοξασίες έχουν υπάρξει ακόμα πως οι νυχτοπεταλούδες μάς φέρνουν τα όνειρα – ίσως γιατί, έτσι όπως συνηθίζουν να έλκονται μεθυσμένες προς το φως που θα τις κάψει, δε μπορεί παρά να είναι φτιαγμένες από τα όνειρα. Το ίδιο και ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα που, όσο κι αν τρέμει, θα κατορθώσει αυτό που κανείς από τους λογικούς της γης δεν έβαλε στο νου, αλλιώς ολοένα θα επιστρέφει αθόρυβα στις κατακόμβες της ζωής.
Κι αν επιβαίνεις στους υπόγειους συρμούς τις νύχτες, πρόσεξε κι ίσως τον εντοπίσεις, κάπου ανάμεσα στα πρόσωπα των ξένων και τις ριπές φωτός στο τζάμι. Ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα δε θα σε πειράξει. Τον ενδιαφέρει μόνο εκείνο το πεισματικό πέταγμα προς το φως (του τρένου σου, της νύχτας της πόλης σου, του ουρανού σου), η πτώση, και πάλι η προσπάθεια – ώσπου να κάψει τα φτερά του.
Σημείωμα/ μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
Ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα
Εδώ, από πάνω,
οι ρωγμές στα κτίρια είναι γεμάτες με παραμορφωμένο σεληνόφωτο.
Ολόκληρη η σκιά του Ανθρώπου είναι μονάχα τόση όσο είναι το καπέλο του.
Αυτή κείτεται στα πόδια του σα μια περίμετρος για να σταθεί επάνω μία κούκλα,
κι εκείνος μοιάζει με ανάστροφη καρφίτσα, που ‘χει τη μύτη της μαγνητισμένη στη σελήνη.
Δε βλέπει τη σελήνη• παρατηρεί μόνο τις συντριπτικές της ιδιότητες,
νιώθοντας το αλλόκοτο φως στα χέρια του, μήτε θερμό μήτε ψυχρό,
μιας θερμοκρασίας αδύνατης από θερμόμετρα να μετρηθεί.
Όταν όμως ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα
κάνει τις σπάνιες, παρότι συγκυριακές, επισκέψεις του στην επιφάνεια,
η σελήνη φαίνεται τελείως αλλιώτικη σ' ετούτον. Αυτός αναδύεται
από ένα άνοιγμα κάτω απ' την προεξοχή ενός από τα πεζοδρόμια
και νευρικά πιάνει να σκαρφαλώνει στις όψεις των κτιρίων.
Νομίζει τη σελήνη για μια μικρή τρύπα στην κορυφή του ουρανού,
που κάνει τον ουρανό μάλλον άχρηστο για προστασία.
Τρέμει, μα πρέπει να διερευνήσει τόσο πιο πάνω όσο μπορεί ν’ ανέβει.
Ψηλά επάνω στις προσόψεις,
με τη σκιά του να τραβιέται σαν το πανί του φωτογράφου στο κατόπι του,
αναρριχιέται φοβισμένα, πιστεύοντας πως τούτη τη φορά θα καταφέρει
να σπρώξει το μικρό κεφάλι του μέσα από κείνο το ευκρινές στρόγγυλο άνοιγμα
και μέσα από κει να ρουφηχτεί, σαν από κάποια σήραγγα, σε μαύρες σπείρες προς το φως.
(Ο Άνθρωπος, που στέκεται κάτω απ’ αυτόν, ουδόλως έχει τέτοιες ψευδαισθήσεις.)
Μα ό,τι ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα φοβάται πιο πολύ πρέπει να κάνει, παρότι
αποτυγχάνει, φυσικά, και πέφτει πάλι πίσω τρομαγμένος μα πάνω-κάτω αβλαβής.
Ύστερα επιστρέφει
στους κάτωχρους υπόγειους του τσιμέντου που σπίτι του αποκαλεί. Ίπταται,
φτερουγίζει, και δε μπορεί τα σιωπηλά τρένα να πλευρίσει
τόσο γοργά που να του αρκεί. Οι πόρτες κλείνουνε με βία.
Ο Άνθρωπος-Νυχτοπεταλούδα πάντα καθίζεται κοιτώντας στην ανάποδη φορά
και το τρένο ξεκινάει ευθύς με όλη του την τρομερή ταχύτητα,
δίχως μιαν αλλαγή των ταχυτήτων ή μια κλιμάκωση κάποιας μορφής.
Δε μπορεί να υπολογίσει το ρυθμό με τον οποίον ταξιδεύει προς τα πίσω.
Καθεμιά νύχτα είναι αναγκασμένος
να μεταφέρεται μέσα από τούνελ και να ονειρεύεται διαλείποντα όνειρα.
Όμοια με τις συνδέσεις που ξαναέρχονται κάτω απ' το τρένο του, αυτά υφέρπουν
στο πυρετικό μυαλό του. Δεν το τολμάει να δει έξω από το παράθυρο,
καθώς η τρίτη ράγα, το αδιάκοπο στάξιμο του δηλητήριου,
τρέχει εκεί δίπλα του. Τη βλέπει σαν κάποια αρρώστια
για την οποία κληρονόμησε μια ευπάθεια. Πρέπει να κρατά
τα χέρια του στις τσέπες, όπως οι άλλοι πρέπει να φορούν κασκόλ.
Αν τον πετύχετε,
κρατήστε ένα φακό στο μάτι του. Είναι ατόφιο μια κατασκότεινη ίριδα,
μία ολόκληρη νύχτα από μόνο του, που ο τρίχινος ορίζοντάς της στενεύει
καθώς αυτός επίμονα κοιτάζει πίσω, και το μάτι κλείνει. Τότε από τα βλέφαρα
ένα δάκρυ, η μόνη του περιουσία, σαν το κεντρί της μέλισσας, τού ξεφεύγει.
Πονηρά το κρύβει στην παλάμη, και αν δεν προσέχετε
θα το καταπιεί. Αν όμως παρακολουθείτε, θα σας το παραδώσει,
δροσερό σαν από υπόγειες πηγές και καθαρό αρκούντως για να πιείτε.
"Elizabeth Bishop", oil on linen by Arturo Di Stefano, 2010 |
Elizabeth Bishop
1911-1979
The Man-Moth
Here, above,
cracks in the buildings are filled with battered moonlight.
The whole shadow of Man is only as big as his hat.
It lies at his feet like a circle for a doll to stand on,
and he makes an inverted pin, the point magnetized to the moon.
He does not see the moon; he observes only her vast properties,
feeling the queer light on his hands, neither warm nor cold,
of a temperature impossible to record in thermometers.
But when the Man-Moth
pays his rare, although occasional, visits to the surface,
the moon looks rather different to him. He emerges
from an opening under the edge of one of the sidewalks
and nervously begins to scale the faces of the buildings.
He thinks the moon is a small hole at the top of the sky,
proving the sky quite useless for protection.
He trembles, but must investigate as high as he can climb.
Up the façades,
his shadow dragging like a photographer’s cloth behind him
he climbs fearfully, thinking that this time he will manage
to push his small head through that round clean opening
and be forced through, as from a tube, in black scrolls on the light.
(Man, standing below him, has no such illusions.)
But what the Man-Moth fears most he must do, although
he fails, of course, and falls back scared but quite unhurt.
Then he returns
to the pale subways of cement he calls his home. He flits,
he flutters, and cannot get aboard the silent trains
fast enough to suit him. The doors close swiftly.
The Man-Moth always seats himself facing the wrong way
and the train starts at once at its full, terrible speed,
without a shift in gears or a gradation of any sort.
He cannot tell the rate at which he travels backwards.
Each night he must
be carried through artificial tunnels and dream recurrent dreams.
Just as the ties recur beneath his train, these underlie
his rushing brain. He does not dare look out the window,
for the third rail, the unbroken draught of poison,
runs there beside him. He regards it as a disease
he has inherited the susceptibility to. He has to keep
his hands in his pockets, as others must wear mufflers.
If you catch him,
hold up a flashlight to his eye. It’s all dark pupil,
an entire night itself, whose haired horizon tightens
as he stares back, and closes up the eye. Then from the lids
one tear, his only possession, like the bee’s sting, slips.
Slyly he palms it, and if you’re not paying attention
he’ll swallow it. However, if you watch, he’ll hand it over,
cool as from underground springs and pure enough to drink.
Σχόλια