στο δρομολόγιο για τη δουλειά: Edward Hirsch



Σιμόν Βέιλ: Η χρονιά της δουλειάς στο εργοστάσιο (1934-1935)

Ένα ποτήρι κόκκινο κρασί τρέμει στο τραπέζι,
Ανέγγιχτο, και το φως της λάμπας πέφτει στους ώμους της.

Αυτή κοιτάει κάτω το λάχανο στο πιάτο της,
Καρφώνει το βλέμμα στο σχισμένο ψωμί. Πρόταση:

Η αμείωτη σκλαβιά των εργατών. «Να δουλεύεις
Ώστε να τρως, να τρως ώστε να δουλεύεις.»

Σκέφτεται το ρολόι των καρτών στο στήθος της,
Τη νύχτα που βαθαίνει στην περικοκλάδα και στην αγριάδα,

Στις αναθυμιάσεις και στα άτομα, στο εργοστάσιο
Όπου μία χαλύβδινη μέγγενη ασκεί πίεση στους κροτάφους της

Δέκα ώρες τη μέρα. Δεν τρώει.
Δεν κοιμάται. Σχεδόν δεν σκέφτεται

Τώρα που έχει τρίψει το μελανιασμένο
Χέρι της λήθης και γευτεί το αίμα, τώρα

Που ο φούρνος έχει βάλει ετικέτα στο δέρμα της
Κι επωνυμία στο μέτωπό της σαν μιας Ρωμαίας σκλάβας.

Σίγουρα ο Θεός έρχεται στους αδέξιους και στους ανεπαρκείς,
Σε συγκολλητές με τα σκούρα γυαλιά τους, και ανειδίκευτους

Εργάτες που περνούν το μερτικό τους από μέρες
Τραβώντας καυτές μεταλλικές μπομπίνες απ’ τις φλόγες.

Σίγουρα ο Θεός εμφανίζεται στους συντριμμένους και στους ανώνυμους,
Στους ταπεινωμένους και στους ταλαίπωρους

Που τα πόδια τους έχουν παντρευτεί την αέναη κίνηση
Και που τα χέρια τους είναι τόσο πολύ μικρά για τα κορμιά τους.

Πρόταση: «Μέσω της εργασίας ο άνθρωπος μετατρέπει τον εαυτό του
Σε ύλη, όπως κάνει ο Χριστός μέσω της Θείας Ευχαριστίας.

Η εργασία είναι όπως ο θάνατος. Πρέπει να περάσουμε
Μέσα απτον θάνατο. Πρέπει να σκοτωθούμε.»

Πρέπει να ξυπνήσουμε ώστε να δουλέψουμε, να μοχθήσουμε
Και να μετρήσουμε, να αποτύχουμε κατ΄ επανάληψη, να υποβληθούμε

Στο φρενήρη ρυθμό των μηχανών, να υποφέρουμε
Το πανδαιμόνιο και να κατοικήσουμε τις επαναλήψεις,

Να γίνουμε το θυσιαστήριο κτήνος: ο χρόνος που εισέρχεται
Στο σώμα, το σώμα που εισέρχεται στον χρόνο.  

Πιέζει το μέτωπό της ενάντια στο τραπέζι:
Να δουλεύεις ώστε να τρως, να τρως …

Έξω, οι νυχτοπεταλούδες καίγονται μες στ’ αστέρια
Κι αστέρια κρέμονται σαν χάντρες σ’ όλους τους ουρανούς.

Μέσα, ένα ποτήρι κόκκινο κρασί τρέμει
Δίπλα στο κρύο λάχανο και στο σχισμένο ψωμί.

Νύχτα εξαντλημένη, αυτή ξεχειλίζει υγρό
Και ανέγγιχτη τροφή. Έλα κάτω σ’ αυτήν.

μετάφραση: Μαρία Θεοφιλάκου
(από την ποιητική συλλογή του Έντουαρντ Χιρς: “Earthly Measures”, 1994)


Simone Weil: The Year of Factory Work (1934-1935)

A glass of red wine trembles on the table,   
Untouched, and lamplight falls across her shoulders.

She looks down at the cabbage on her plate,   
She stares at the broken bread. Proposition:

The irreducible slavery of workers. “To work   
In order to eat, to eat in order to work.”

She thinks of the punchclock in her chest,
Of night deepening in the bindweed and crabgrass,

In the vapors and atoms, in the factory   
Where a steel vise presses against her temples

Ten hours per day. She doesn’t eat.
She doesn’t sleep. She almost doesn’t think

Now that she has brushed against the bruised   
Arm of oblivion and tasted the blood, now

That the furnace has labelled her skin
And branded her forehead like a Roman slave’s.

Surely God comes to the clumsy and inefficient,   
To welders in dark spectacles, and unskilled

Workers who spend their allotment of days   
Pulling red-hot metal bobbins from the flames.

Surely God appears to the shattered and anonymous,   
To the humiliated and afflicted

Whose legs are married to perpetual motion   
And whose hands are too small for their bodies.

Proposition: “Through work man turns himself   
Into matter, as Christ does through the Eucharist.

Work is like a death. We have to pass   
Through death. We have to be killed.”

We have to wake in order to work, to labor   
And count, to fail repeatedly, to submit

To the furious rhythm of machines, to suffer   
The pandemonium and inhabit the repetitions,

To become the sacrificial beast: time entering   
Into the body, the body entering into time.

She presses her forehead against the table:   
To work in order to eat, to eat . . .

Outside, the moths are flaring into stars
And stars are strung like beads across the heavens.

Inside, a glass of red wine trembles
Next to the cold cabbage and broken bread.

Exhausted night, she is the brimming liquid   
And untouched food. Come down to her.

_____________________________________________________________________________________________________

Σημείωμα του αμερικανού ποιητή πάνω στο ποίημα:

“Μεταξύ 1934 και 1935, η Σιμόν Βέιλ δούλεψε ως χειρονακτική εργάτρια στα εργοστάσια Renault, Alsthom και Forges de Basse-Indres, στο Παρίσι. Η εμπειρία ήταν μια από τις βαρύτερες και πιο συνταρακτικές της σύντομης ζωής της (1909-1943). «Αυτή η επαφή με τις δοκιμασίες σκότωσε τη νεότητά μου», έγραψε στην «Πνευματική Αυτοβιογραφία» της (Waiting for God, που εκδόθηκε μετά τον θάνατό της το 1951).
Η Βέιλ περιέγραψε και διαλογίστηκε πάνω στα εργοστασιακά της βιώματα σε μια σειρά από επιστολές,  ημερολογιακές καταγραφές και σημειώσεις που μετά τον θάνατό της εκδόθηκαν με τίτλο «La Condition Ouvrière (1951)». Ο τίτλος του ποιήματός μου και κάποιες βασικές πληροφορίες έχουν σταχυολογηθεί από το όγδοο κεφάλαιο της βιογραφίας της που έγραψε η φίλη της, Simone Pétrement (“Simone Weil: A Life 1976). Oι λογικές προτάσεις αναφέρονται όπως κατά λέξη διατυπώνονται στο δοκίμιο της Βέιλ, «Ο μυστικισμός της Εργασίας» (“The Mysticism of Work”, Gravity and Grace, 1952).”


Έντουαρντ Χιρς

Περισσότερα για τον Έντουαρντ Χιρς εδώ .
_______________________________________________________________________________________

Περισσότερα για την Σιμόν Βέιλ:
Γαλλίδα φιλόσοφος, πολιτική ακτιβίστρια, και αργότερα χριστιανή μυστικίστρια. Ο Αλμπέρ Καμύ είχε χαρακτηρίσει τη Σιμόν Βέιλ ως το μόνο μεγάλο πνεύμα του καιρού του. Αντιγράφοντας από την Βιβλιοnet :
«Η Σιμόν Βέιλ γεννήθηκε το 1909 σ' ένα προάστιο του Παρισιού από γονείς Ισραηλίτες και το 1931 αποφοίτησε από την Ecole Normale Superieure με δίπλωμα καθηγήτριας της φιλοσοφίας. Κάτοχος μιας ευρύτατης μάθησης και με κύριο μέλημα της την ανθρώπινη κατάσταση, ανέπτυξε, παράλληλα με τη συγγραφική της δραστηριότητα, ενεργό κοινωνική δράση. Έτσι εντάσσεται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Πουάρ που άρχισε το 1932. Προικισμένη με σπάνια ευφυΐα κι οξυδέρκεια ανησυχούσε για την όλο και αυξανόμενη κυριαρχία της γραφειοκρατικής μηχανής του κράτους στην οποία διέβλεπε τον κίνδυνο μιας νέας μορφής καταπίεσης κοινωνικής πάνω στο άτομο.

Για να γνωρίσει στην πράξη τους όρους της εργασίας και τα κάθε φύσης προβλήματα της τάξης των εργαζομένων χειρωνακτικά, αλλά και από την έμφυτη διάθεσή της να συμμετέχει στη δυστυχία των λιγότερο ευνοημένων κοινωνικά, η Σιμόν Βέιλ εγκατέλειψε το 1934 την καθηγητική της έδρα για να εργαστεί ως απλή εργάτρια εργοστασίου. Καρπός της εμπειρίας της αυτής είναι το βιβλίο "Η εργατική κατάσταση" που, μαζί με την ημερολογιακή καταγραφή της επίπονης θητείας της στη ζωή του εργοστασίου, αποτελεί το ηθικό και φιλοσοφικό της συμπέρασμα. Τα γεγονότα της εποχής και το πάσχισμά της για την υπόθεση του ανθρώπου την κράτησαν πάντα στο κέντρο της διαμάχης. Παράλληλα η Σιμόν Βέιλ έζησε μια εσωτερική δραματική πορεία στην αναζήτηση της αλήθειας που την οδήγησε σε εκπληκτικές εμπειρίες μυστικής ενάργειας.

Αν και μεγάλωσε σε αγνωστικιστικό περιβάλλον και διέτρεξε, φιλοσοφικά και πολιτικά, μια συνειδητή επαναστατική περίοδο, δέχτηκε ταπεινόφρονα τις εσωτερικές αποκαλύψεις που διεύρυναν την σκέψη της από πανανθρώπινες σε παν-κοσμικές διαστάσεις. Πρόσφυγας πολέμου, πρώτα στη Μασσαλία, μετά στη Νέα Υόρκη, τελευταία στις τάξεις των ελεύθερων Γάλλων στο Λονδίνο, κατέγραψε με ακρίβεια και απόλυτη ειλικρίνεια την ανθρώπινη κατάσταση, όπως της την έδινε πλέον η νέα, χριστοκεντρική προοπτική της.

Από την εποχή εκείνη χρονολογούνται η ιδιαίτερη εμβάθυνση της επάνω στην ελληνική σκέψη και οι δυνατές διαισθήσεις της για την αποστολή του ελληνικού στοχασμού ως προεργασία για τον "ερχόμενον λόγον".

Άλλα συγγράμματά της είναι: "Προχριστιανικές διαισθήσεις", "Τετράδια", "Καταπίεση και ελευθερία", "Η ελληνική πηγή", "Η αναμονή του Θεού", "Η υπερφυσική γνώση", "Σωσμένη Βενετία" (τραγωδία μισοτελειωμένη, "Το ρίζωμα" και άλλα.

"Το ρίζωμα" γράφτηκε απ' την Σιμόν Βέιλ το 1943, λίγο πριν το θάνατό της σ' ένα σανατόριο στην Αγγλία. Έτσι το βιβλίο αυτό, που είναι μια διακήρυξη των καθηκόντων της κοινωνίας απέναντι στο ανθρώπινο πλάσμα, στην πλήρωση των ψυχικών και φυσικών αναγκών του, πήρε τη θέση της πνευματικής της διαθήκης. Τα έξοχα δοκιμιακά της μελετήματα δεν είναι γι' αυτό λιγότερο η πνευματική της διαθήκη, όπως και κάθε άλλη της μαρτυρία.

Ο Αλμπέρ Καμύ, ειδικά για τη σημασία του "Ριζώματος", έγραψε τα χαρακτηριστικά: "Μου είναι αδύνατον να φανταστώ μιαν αναγέννηση για την Ευρώπη που να μην έχει υπ' υπόψη τα αιτήματα αυτά, όπως τα προσδιόρισε η Σιμόν Βέιλ.»

Σχόλια