Σε ζέστη ανυπόφορη
πλαγιάζουν όπου θέλουν,
Η νύχτα δεν περνά χωρίς καυγά.
Ω! συμπολίτες μου και φίλοι,
Μικρής λουτρόπολης σκυλιά.
Αδέσποτα και άδετα,
Μου φαίνονται χωρίς αφεντικά.
Μες σε ταβέρνες, καφενεία, μπυραρίες
Κουνιούνται οι ουρές διαχυτικά.
Τους τύπους της λουτρόπολης τηρώντας,
Απ’ την βιασύνη δε γαβγίζουν τα σκυλιά.
Κάθονται σε απόσταση απ’ το τραπέζι
Και μες στα μάτια σας κοιτάζουν με ματιά γλυκιά.
Απλόχερος ο κόσμος της λουτρόπολης
Είναι για άνετη φιλία παροδική
Στα στόματα τ’ ορθάνοιχτα πετάνε
Και σάντουιτς, και σουβλάκι, και ψωμί.
Μόλο που ’ναι χαδιάρικα και ήρεμα,
Δισταχτικά το χάδι επιτρέπουν,
Στο βασικό κανόνα είναι πιστά:
Ναι, τους ανθρώπους, δεν τους καλοβλέπουν.
Ας είναι δελεαστική του κρέατος η μυρωδιά,
Γνωρίζουν και του ανθρώπου την ασχημία.
Και τα σκυλιά συνήθως αποφεύγουν
Τις άπειρες απόπειρες να πιάσουν γνωριμία.
Δεν αποβλέπουν σε φιλικούς δεσμούς,
Δεν ψάχνουν είδωλα να στέκουν σούζα.
Δεμένα με τη φύση και τη λευτεριά
Τη μοίρα αγνοούνε τη γουρσούζα.
Ζω περιποιημένος, ήμερος...
Και τους οικτίρω με υπεροψία
Όταν τη βόλτα κάνω τ’ απογεύματα
Με την κυρά για την καφεποσία.
Καμιά φορά επιθυμώ να ’μπλέκομαι
Στο μανιώδη και παράφορο καβγά τους,
Αλλά στον εαυτό μου λέω: Στάσου!
Μα είσαι σκύλος κατοικίδιος, κι όχι γάτος.
Μες στην ψυχή σου ίσως να’ σαι ποιητής
Και αγαπάς τη λευτεριά, τη φύση,
Όμως... για ένα σίγουρο φαΐ,
Τη λευτεριά από καιρό έχεις πουλήσει.
Спят, где попало, в зное дня.
Ночь - не обходится без драки.
О, кровная моя родня,
Мои сухумские собаки!
Порой хозяин есть у них.
Но это как-то незаметно:
В столовых, чайных и пивных
Хвосты мотаются приветно.
Блюдя курортный этикет,
Псы в нетерпении не лают,
Зайдут в какой-нибудь буфет,
Глядят в глаза и ожидают.
Щедр отдыхающий народ
На мимолётное участье.
Глядишь, шашлык иль бутерброд
Летят в разинутые пасти.
Но, хоть и ласковы, ровны,
И даже гладить позволяют,
Собаки правилу верны:
Не слишком людям доверяют.
Пускай заманчив дух мясной,
Известно им и вероломство.
И псы обходят стороной
Попытки завязать знакомство.
Не ищут дружественных уз,
Не жаждут бога над собою.
С природой прочен их союз,
Свобода стала их судьбою.
...Живу, обласкан, приручён,
И свысока на них взираю,
Когда вечерний моцион
С хозяйкой доброй совершаю.
Ввязаться бы разок в ночи
В их упоительную драку!
Но говорю себе: « Молчи!
Ведь ты домашняя собака.
В душе ты, может, и поэт,
и любишь волю и природу,
Но... за насыщенный обед
Давно отдал свою свободу!
Η νύχτα δεν περνά χωρίς καυγά.
Ω! συμπολίτες μου και φίλοι,
Μικρής λουτρόπολης σκυλιά.
Αδέσποτα και άδετα,
Μου φαίνονται χωρίς αφεντικά.
Μες σε ταβέρνες, καφενεία, μπυραρίες
Κουνιούνται οι ουρές διαχυτικά.
Τους τύπους της λουτρόπολης τηρώντας,
Απ’ την βιασύνη δε γαβγίζουν τα σκυλιά.
Κάθονται σε απόσταση απ’ το τραπέζι
Και μες στα μάτια σας κοιτάζουν με ματιά γλυκιά.
Απλόχερος ο κόσμος της λουτρόπολης
Είναι για άνετη φιλία παροδική
Στα στόματα τ’ ορθάνοιχτα πετάνε
Και σάντουιτς, και σουβλάκι, και ψωμί.
Μόλο που ’ναι χαδιάρικα και ήρεμα,
Δισταχτικά το χάδι επιτρέπουν,
Στο βασικό κανόνα είναι πιστά:
Ναι, τους ανθρώπους, δεν τους καλοβλέπουν.
Ας είναι δελεαστική του κρέατος η μυρωδιά,
Γνωρίζουν και του ανθρώπου την ασχημία.
Και τα σκυλιά συνήθως αποφεύγουν
Τις άπειρες απόπειρες να πιάσουν γνωριμία.
Δεν αποβλέπουν σε φιλικούς δεσμούς,
Δεν ψάχνουν είδωλα να στέκουν σούζα.
Δεμένα με τη φύση και τη λευτεριά
Τη μοίρα αγνοούνε τη γουρσούζα.
Ζω περιποιημένος, ήμερος...
Και τους οικτίρω με υπεροψία
Όταν τη βόλτα κάνω τ’ απογεύματα
Με την κυρά για την καφεποσία.
Καμιά φορά επιθυμώ να ’μπλέκομαι
Στο μανιώδη και παράφορο καβγά τους,
Αλλά στον εαυτό μου λέω: Στάσου!
Μα είσαι σκύλος κατοικίδιος, κι όχι γάτος.
Μες στην ψυχή σου ίσως να’ σαι ποιητής
Και αγαπάς τη λευτεριά, τη φύση,
Όμως... για ένα σίγουρο φαΐ,
Τη λευτεριά από καιρό έχεις πουλήσει.
μετάφραση: Γιώργος
Σοϊλεμεζίδης
(για περισσότερες μεταφράσεις του ίδιου, δείτε εδώ)
Photo link here |
Из
дневника
домашнего
пса
Спят, где попало, в зное дня.
Ночь - не обходится без драки.
О, кровная моя родня,
Мои сухумские собаки!
Порой хозяин есть у них.
Но это как-то незаметно:
В столовых, чайных и пивных
Хвосты мотаются приветно.
Блюдя курортный этикет,
Псы в нетерпении не лают,
Зайдут в какой-нибудь буфет,
Глядят в глаза и ожидают.
Щедр отдыхающий народ
На мимолётное участье.
Глядишь, шашлык иль бутерброд
Летят в разинутые пасти.
Но, хоть и ласковы, ровны,
И даже гладить позволяют,
Собаки правилу верны:
Не слишком людям доверяют.
Пускай заманчив дух мясной,
Известно им и вероломство.
И псы обходят стороной
Попытки завязать знакомство.
Не ищут дружественных уз,
Не жаждут бога над собою.
С природой прочен их союз,
Свобода стала их судьбою.
...Живу, обласкан, приручён,
И свысока на них взираю,
Когда вечерний моцион
С хозяйкой доброй совершаю.
Ввязаться бы разок в ночи
В их упоительную драку!
Но говорю себе: « Молчи!
Ведь ты домашняя собака.
В душе ты, может, и поэт,
и любишь волю и природу,
Но... за насыщенный обед
Давно отдал свою свободу!
1944-2010
Σχόλια