Eξηγώ μερικά πράγματα
†από
τη συλλογή Tercera Residencia
Θα ερωτάστε: “Και πού είναι οι πασχαλιές;
Και
τα μεταφυσικά πέταλα της παπαρούνας;
Και
η βροχή που πολλές φορές ψιχάλιζε
στα
λόγια τους γεμίζοντας τα
μ' ανοίγματα και με πουλιά;
Σε σας εγώ θα πω ό,τι μου συνέβη.
Ζούσα
σε μια συνοικία
της
Μαδρίτης, με καμπάνες,
με
ρολόγια, με δέντρα.
Από
εκεί μπορούσατε να δείτε
το
στεγνό πρόσωπο της Καστίλλης
σαν
έναν ωκεανό από δέρμα.
Το
σπίτι μου λεγότανε
σπίτι των λουλουδιών, γιατί από παντού
πετάγονταν γεράνια: ήτανε
ένα σπίτι όμορφο
με σκύλους και παιδιά.
σπίτι των λουλουδιών, γιατί από παντού
πετάγονταν γεράνια: ήτανε
ένα σπίτι όμορφο
με σκύλους και παιδιά.
Ραούλ†,
θυμάσαι;
Θυμάσαι, Ραφαέλ†;
Φεδερίκο†, θυμάσαι
κάτω απ' τη γη,
θυμάσαι το σπίτι μου με τα μπαλκόνια απ' όπου
το φως του Ιούνη καταπόντιζε στο στόμα σου λουλούδια;
Θυμάσαι, Ραφαέλ†;
Φεδερίκο†, θυμάσαι
κάτω απ' τη γη,
θυμάσαι το σπίτι μου με τα μπαλκόνια απ' όπου
το φως του Ιούνη καταπόντιζε στο στόμα σου λουλούδια;
Αδελφέ,
αδελφέ!
Όλα
ήταν
μεγάλες φωνές, άλας του εμπορίου,
σωροί
ψωμιού σπαρταριστού,
υπαίθριοι
πάγκοι του προαστίου μου Αργκουέλλες με το άγαλμά του
σαν
ένα μελανοδοχείο ωχρό ανάμεσα στους
μπακαλιάρους:
έρεε
το λάδι στα κουτάλια,
ένα
βαθύ σφυροκόπημα
από
πόδια και χέρια πλημμύριζε τους δρόμους,
μέτρα,
λίτρα, ουσία
οξεία
της ζωής,
ψάρια
στοιβαγμένα,
η
όψη των στεγών με τον ψυχρό ήλιο που πάνω τους
ο
ανεμοδείκτης παραπαίει,
το
εκστατικό ωραίο φίλντισι της πατάτας,
ντομάτες
που όλο πήγαιναν μέχρι τη θάλασσα.
Κι
ένα πρωί όλα ετούτα καίγονταν
κι
ένα πρωί οι γλώσσες της φωτιάς
αφήνανε
το έδαφος
καταβροχθίζοντας
ανθρώπινες υπάρξεις,
Ληστές
με αεροπλάνα και με μαυριτανούς,
ληστές με δαχτυλίδια και δούκισσες,
ληστές με το ευλόγημα μαύρων μοναχών
ήρθαν μέσα από τον ουρανό για να σκοτώσουν τα παιδιά,
και απ' τους δρόμους το αίμα των παιδιών
έτρεξε απλά, σαν αίμα των παιδιών.
ληστές με δαχτυλίδια και δούκισσες,
ληστές με το ευλόγημα μαύρων μοναχών
ήρθαν μέσα από τον ουρανό για να σκοτώσουν τα παιδιά,
και απ' τους δρόμους το αίμα των παιδιών
έτρεξε απλά, σαν αίμα των παιδιών.
Τσακάλια
που το τσακάλι θα περιφρονούσε,
πέτρες που το ξεράγκαθο θα το εδάγκωνε και θά 'φτυνε,
οχιές που και οι οχιές θα αποστρέφονταν!
πέτρες που το ξεράγκαθο θα το εδάγκωνε και θά 'φτυνε,
οχιές που και οι οχιές θα αποστρέφονταν!
της
Ισπανίας ν' ανεβαίνει
για να σας πνίξει σ' ένα μονάχα κύμα
περηφάνιας και μαχαίρων!
για να σας πνίξει σ' ένα μονάχα κύμα
περηφάνιας και μαχαίρων!
Στρατηγοί
προδότες:
κοιτάτε
το νεκρό μου σπίτι,
κοιτάτε τη ρημαγμένη Ισπανία:
αλλά από κάθε σπίτι νεκρωμένο ρέει πυρωμένο μέταλλο
αντί για λουλούδια,
αλλά από κάθε εγκοπή της Ισπανίας
υψώνεται Ισπανία,
αλλά από κάθε νεκρό παιδί μια κάννη με θωριά,
αλλά από κάθε έγκλημα γεννιούνται σφαίρες
που κάποτε θε να σας βρουν στον τόπο
της καρδιάς.
κοιτάτε τη ρημαγμένη Ισπανία:
αλλά από κάθε σπίτι νεκρωμένο ρέει πυρωμένο μέταλλο
αντί για λουλούδια,
αλλά από κάθε εγκοπή της Ισπανίας
υψώνεται Ισπανία,
αλλά από κάθε νεκρό παιδί μια κάννη με θωριά,
αλλά από κάθε έγκλημα γεννιούνται σφαίρες
που κάποτε θε να σας βρουν στον τόπο
της καρδιάς.
Θα
ερωτάστε: γιατί η ποίησή του
δεν μας μιλά για όνειρα, για τα φύλλα,
για τα μεγάλα ηφαίστεια της γενέθλιας του γης;
Ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους,
δεν μας μιλά για όνειρα, για τα φύλλα,
για τα μεγάλα ηφαίστεια της γενέθλιας του γης;
Ελάτε να δείτε το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε
το αίμα στους δρόμους,
το αίμα στους δρόμους,
ελάτε να δείτε το αίμα
στους δρόμους!
στους δρόμους!
απόδοση: Μαρία Θεοφιλάκου
Explico algunas cosas
PREGUNTARÉIS:
Y dónde están las lilas?
Y la metafísica cubierta de amapolas?
Y la lluvia que a menudo golpeaba
sus palabras llenándolas
de agujeros y pájaros?
Os voy a contar todo lo que me pasa.
Yo vivía en un barrio
de Madrid, con campanas,
con relojes, con árboles.
Desde allí se veía
el rostro seco de Castilla
como un océano de cuero.
Mi casa era llamada
la casa de las flores, porque por todas partes
estallaban geranios: era
una bella casa
con perros y chiquillos.
Raúl, te acuerdas?
Te acuerdas, Rafael?
Federico, te acuerdas
debajo de la tierra,
te acuerdas de mi casa con balcones en donde
la luz de junio ahogaba flores en tu boca?
Hermano, hermano!
Todo
eran grandes voces, sal de mercaderías,
aglomeraciones de pan palpitante,
mercados de mi barrio de Argüelles con su estatua
como un tintero pálido entre las merluzas:
el aceite llegaba a las cucharas,
un profundo latido
de pies y manos llenaba las calles,
metros, litros, esencia
aguda de la vida,
pescados hacinados,
contextura de techos con sol frío en el cual
la flecha se fatiga,
delirante marfil fino de las patatas,
tomates repetidos hasta el mar.
Y una mañana todo estaba ardiendo
y una mañana las hogueras
salían de la tierra
devorando seres,
y desde entonces fuego,
pólvora desde entonces,
y desde entonces sangre.
Bandidos con aviones y con moros,
bandidos con sortijas y duquesas,
bandidos con frailes negros bendiciendo
venían por el cielo a matar niños,
y por las calles la sangre de los niños
corría simplemente, como sangre de niños.
Chacales que el chacal rechazaría,
piedras que el cardo seco mordería escupiendo,
víboras que las víboras odiaran!
Frente a vosotros he visto la sangre
de España levantarse
para ahogaros en una sola ola
de orgullo y de cuchillos!
Generales
traidores:
mirad mi casa muerta,
mirad España rota:
pero de cada casa muerta sale metal ardiendo
en vez de flores,
pero de cada hueco de España
sale España,
pero de cada niño muerto sale un fusil con ojos,
pero de cada crimen nacen balas
que os hallarán un día el sitio
del corazón.
Preguntaréis por qué su poesía
no nos habla del sueño, de las hojas,
de los grandes volcanes de su país natal?
Venid a ver la sangre por las calles,
venid a ver
la sangre por las calles,
venid a ver la sangre
por las calles!
Y la metafísica cubierta de amapolas?
Y la lluvia que a menudo golpeaba
sus palabras llenándolas
de agujeros y pájaros?
Os voy a contar todo lo que me pasa.
Yo vivía en un barrio
de Madrid, con campanas,
con relojes, con árboles.
Desde allí se veía
el rostro seco de Castilla
como un océano de cuero.
Mi casa era llamada
la casa de las flores, porque por todas partes
estallaban geranios: era
una bella casa
con perros y chiquillos.
Raúl, te acuerdas?
Te acuerdas, Rafael?
Federico, te acuerdas
debajo de la tierra,
te acuerdas de mi casa con balcones en donde
la luz de junio ahogaba flores en tu boca?
Hermano, hermano!
Todo
eran grandes voces, sal de mercaderías,
aglomeraciones de pan palpitante,
mercados de mi barrio de Argüelles con su estatua
como un tintero pálido entre las merluzas:
el aceite llegaba a las cucharas,
un profundo latido
de pies y manos llenaba las calles,
metros, litros, esencia
aguda de la vida,
pescados hacinados,
contextura de techos con sol frío en el cual
la flecha se fatiga,
delirante marfil fino de las patatas,
tomates repetidos hasta el mar.
Y una mañana todo estaba ardiendo
y una mañana las hogueras
salían de la tierra
devorando seres,
y desde entonces fuego,
pólvora desde entonces,
y desde entonces sangre.
Bandidos con aviones y con moros,
bandidos con sortijas y duquesas,
bandidos con frailes negros bendiciendo
venían por el cielo a matar niños,
y por las calles la sangre de los niños
corría simplemente, como sangre de niños.
Chacales que el chacal rechazaría,
piedras que el cardo seco mordería escupiendo,
víboras que las víboras odiaran!
Frente a vosotros he visto la sangre
de España levantarse
para ahogaros en una sola ola
de orgullo y de cuchillos!
Generales
traidores:
mirad mi casa muerta,
mirad España rota:
pero de cada casa muerta sale metal ardiendo
en vez de flores,
pero de cada hueco de España
sale España,
pero de cada niño muerto sale un fusil con ojos,
pero de cada crimen nacen balas
que os hallarán un día el sitio
del corazón.
Preguntaréis por qué su poesía
no nos habla del sueño, de las hojas,
de los grandes volcanes de su país natal?
Venid a ver la sangre por las calles,
venid a ver
la sangre por las calles,
venid a ver la sangre
por las calles!
††Σημείωση:
το όνομα Φεδερίκο αναφέρεται στο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, ο οποίος
δολοφονήθηκε στις αρχές του Εμφύλιου Πολέμου της Ισπανίας.
το όνομα Ραφαέλ αναφέρεται στον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι.
Pablo Neruda
1904-1973
Σχόλια