Οι ράγες του τρένου τραγουδούν: Federico Garcia Lorca

Μοναξιά 

(Στο Fray Luis de Leon)

Δύσκολη λεπτότητα: αποζητάει
ο κόσμος μια λευκή, ολοκληρω-
τική, αιώνια απουσία;
                      Jorge Guillen

Μοναξιά σκυμμένη σκεφτική
πάνω στο ρόδο και την πέτρα, αγρύπνια και θάνατε
όπου ελεύθερος και σκλάβος,
μαρμαρωμένος στο λευκό του πέταγμα
τραγουδάει τη μέρα πληγωμένη από τον πάγο του Βορρά.

Μοναξιά σε ρυθμό 
σιωπής απέραντης κι αρχιτεκτονικής
όπου το δυνατό νύχι
του πουλιού από το φουντωμένο δάσος
δεν καταφέρνει να τρυπήσει τη σκοτεινή σου σάρκα.

Μέσα σ' εσέν' αφήνω ξεχασμένη
τη φρενιασμένη βροχή των φλεβών μου
και το χαλυβδωμένο κορμί μου
για να 'μαι, έξω από τις αλυσίδες μου,
ένα ρόδο αδύνατο στην ακροθαλασσιά.

Ρόδο γύμνιας
πάνω στ' ασβέστη και την κρυφή φλόγα,
όταν, σα θα σπάσ' η κλωστή,
φεγγαρόλουστος και με σβησμένα μάτια,
θα δρασκελίσω το γάργαρο νερό της γαλήνης σου.

Στην καμπύλη του ποταμού
ο διπλός κύκνος τη λεπτότητά του κελαδάει.
Η μαλακιά φωνή του δίχως ψυχρότητα 
ξεχύνεται απ' το λαιμό του
και κυλάει κι ανεβαίνει ανάμεσα στις καλαμιές.

Με τη γύρη του ρόδου του
όσο το δάσος λαγαρίζει
την πρώτη μουσική του
σε κρυστάλλινο κι εβένινο ψιθύρισμα.

Χοροί αμάραντων
στριφογυρίζουνε τρελοί για αιωνιότητα.
Η έκφραση που έχουν οι χειρονομίες τους
αγγίζει τα δυο ημισφαίρια
της γης που λαμπικάρει τη γαλήνη.

Η άρπα όπου πιάνεται
ο στεναγμός ανάμεσα σε χρυσαφιά μετάλλινα νεύρα,
τα πιο γλυκά όργανα
ηχηρά ή διακριτικά
αποζητάνε, μοναξιά, το παγωμένο σου βασίλειο,

ενώ απρόσιτη
στον ήχο και στη λέπρα του
δεν επιτρέπεις καμια περηφάνια
ούτε οικειότητα χειλιών
στην άνοδο της οιμωγής μας προς εσένα.












Κασίντa του ρόδου

Το ρόδο 
δεν έψαχνε την αυγή:
σχεδόν αιώνιο πάνω στο κλωνί του,
έψαχνε κάτι άλλο.

Το ρόδο
δεν έψαχνε ούτε γνώσεις ούτε σκοτάδι:
σύνορο σάρκας και ονείρου,
έψαχνε κάτι άλλο.

Το ρόδο
δεν έψαχνε το ρόδο.
Ακίνητο στον ουρανό,
έψαχνε κάτι άλλο.
















Οι άνθρωποι πήγαιναν

Οι άνθρωποι πήγαιναν 
και το φθινόπωρο ερχόταν.

Οι άνθρωποι 
πήγαιναν στο πράσινο.
Κουβάλαγαν κοκόρια
και χαρούμενες κιθάρες.
Απ' το βασίλειο των τσιμέντων.
Το ποτάμι ονειρευόταν,
έτρεχε η πηγή.
Πήδα, 
ζεστή καρδιά!

Οι άνθρωποι 
πήγαιναν στο πράσινο. 
Το φθινόπωρο ερχόταν
κίτρινο από άστρα,
ξέπνεα πουλιά
και ομόκεντρα κύματα.
Πάνω στον αχνόλευκο κόρφο
το κεφάλι.

Σταμάτα!
Κερένια καρδιά!

Οι άνθρωποι πηγαίνανε
και το φθινόπωρο ερχόταν.




















Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα
   1898-1936             


  

Σχόλια