Δύο Σονέτα από τον «Δον Κιχώτη»
(Λοτάριο προς την Καμίλη)
Ι.
τ' όνειρο αργολικνίζει τους ανθρώπους,
εγώ στο Θεό και στη γλυκιά μου Χλώρη
λογαριασμό των συμφορών μου δίνω.
Και την ώρα που ο ήλιος ξεμυτίζει
πίσω από της ανατολής τις πύλες,
εγώ με στεναγμούς κι άσωστους βόγκους
τον παλιό μου τον πόνο ανανεώνω.
Κι όταν ο ήλιος απ' τον ουράνιο θρόνο
κάθετες στην υδρόγειο ακτίνες στέλνει,
το κλάμα αυξαίνει, οι στεναγμοί πληθαίνουν.
Ξανά η νύχτα, ξανά το μοιρολόγι,
μα πάντα του καημού μου ο σάλος βρίσκει
το Θεό κουφό, χωρίς αυτιά τη Χλώρη.
«Καλή εντύπωση έκανε στη Καμίλη το σονέτο· καλύτερη όμως στον Ασέλμο, που το το παίνεσε και του 'πε ότι πολύ σκληρή ήταν αυτή η Χλώρη, που δεν ανταποκρινόταν σε τόσο φανερές αλήθειες. Οπόταν είπε η Καμίλη:
- Αυτά που λεν ως σκέτοι ποιητές, δεν είναι, απάντησε ο Λοτάριο· ως ερωτευμένοι όμως γίνονται κι αυτοί στ' αλήθεια χαζοί όσο κι οι άλλοι άνθρωποι.
- Δεν υπάρχει αμφιβολία γι' αυτό, παρατήρησε ο Ανσέλμο, για να στηρίξει κι επιβεβαιώσει τους στοχασμούς του Λοτάριο απέναντι της Καμίλης, τόσο ανύποπτης για την πονηριά του Ανσέλμο, αφού ήταν ήδη ερωτευμένη με τον Λοτάριο.
Έτσι, με την ευχαρίστηση που της προκαλούσε ό,τι ήταν δικό του, μα κι επειδή κατάλαβε πως το γραπτό του ήταν εμπνευσμένο από κείνη και πως εκείνη ήταν η πραγματική Χλώρη, τον παρακάλεσε, αν είχε γράψει κι άλλο σονέτο ή οποιοδήποτε άλλο ποίημα, να τους το πει.[...]»
ΙΙ.
Θα 'θελα να πεθάνω, γιατί ξέρω
πως προτιμώ στα πόδια σου νεκρό
να με δεις, ω αγνώμονή μου ωραία,
παρά που σ' αγαπώ να μετανιώσω.
Να ιδωθώ θέλω στ' άδυτα της λήθης,
άδειος από εύνοια, από ζωή και δόξα·
με τ' όμορφο, όλο λάμψη, πρόσωπό σου
στο σκοτεινό μου στήθος χαραγμένο.
Για τον σκληρό φυλάω το λείψανό μου
κίνδυνο που μου μέλλεται απ' το πείσμα μου
που η αυστηρότητά σου το τραχύνει.
Αλίμονο σ' αυτόν που ταξιδεύει
σε θάλασσα πρωτόγνωρη, χωρίς
λιμάνι κοντινό, χωρίς πυξίδα!
από τον «Δον Κιχώτη» (Α΄Τόμος)
μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου
μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου
Μιγκέλ ντε Θερβάντες
1547-1616
Σχόλια