Pandora, 1869 - Dante Gabriel Rossetti |
Άγονη Άνοιξη
Ξανά ο μεταβαλλόμενος στρεφόμενος τροχός των χρόνων γυρνά.
Και σαν κορίτσι που γλιστρά αμφίρροπο στον άνεμο,
Και τώρα εμπρός και τώρα πάλι πίσω,
Σκύβει καθώς εφορμά, με μάγουλο που γελά και καίει,
Έτσι η Άνοιξη έρχεται φαιδρή κοντά μου εδώ, μα δεν αποσπά
Από μένα χαμόγελο απόκρισης, η ζωή μου είναι πλεγμένη
Με τα νεκρά κλωνάρια που ο χειμώνας καθηλωμένα δεματιάζει
Και γι' αυτά σήμερα πια η Άνοιξη αδιαφορεί.
Κοίτα, αυτό το σαφράνι είναι φλόγα που μαραίνεται.
Αυτός ο γάλανθος, χιόνι. Αυτό το θραύσμα από τον ανθό του μήλου
Τρέφει τον καρπό που τρέφει την τέχνη του όφι.
Όχι, από αυτά τα ανοιξιάτικα άνθη, απόστρεψε το πρόσωπο,
Κι ούτε να παραμείνεις μέχρι ο έσχατος μίσχος κρίνου της χρονιάς
Ρυτιδώσει το λευκό του κάλυκα, γύρω από την πολύτιμη καρδιά.
Το Ευφόρβιο του Δάσους
Ο άνεμος πλατάγιζε ανέμελος, ο άνεμος ήταν γαλήνιος,
Σειόταν άψυχος στα δέντρα και τους λόφους.
Είχα περπατήσει με τη βούληση του ανέμου,
Τότε κάθισα, γιατί ο άνεμος ήταν γαλήνιος.
Ανάμεσα στα γόνατά μου είχα το μέτωπό μου,
Τα χείλη μου, αποκαμωμένα, δεν είπαν Αλίμονο!
Τα μαλλιά μου ήταν πάνω στο χορτάρι,
Τα γυμνά αυτιά μου άκουσαν τη μέρα να διαβαίνει.
Τα μάτια μου, ορθάνοιχτα, είχαν από έναν ορμαθό
Δέκα αγριόχορτων να διαλέξουν.
Ανάμεσα σε αυτά τα λίγα, έξω από τον ήλιο,
Σε κάποιο ευφόρβιο του δάσους άνθισαν τρεις κάλυκες.
Στην απόλυτη οδύνη δε χρειάζεται
Φρόνηση ούτε και μνήμη,
Μου απόμεινε αυτό που έμαθα,
Το ευφόρβιο του δάσους με τους τρεις κάλυκες.
μετάφραση: Ζωή Ν. Νικολοπούλου
Σχόλια